Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η ιεραποστολή συνιστά ένα βασικό κεφάλαιο της
χριστιανικής θεολογίας, αν και ασφαλώς αντιμετωπίζεται και ερμηνεύεται
διαφορετικά σε καθεμία από τις Χριστιανικές Ομολογίες, δηλαδή από την
Ορθοδοξία, τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Προτεσταντισμό. Αυτές οι διαφορές
σχετίζονται άμεσα με το δογματικό και εκκλησιολογικό υπόβαθρο της κάθε
Εκκλησίας, με την ιστορία της ιεραποστολής κατά την διάρκεια των τελευταίων δύο
χιλιετιών και με το πώς αντιμετωπίζονται εδώ και σχεδόν εκατό χρόνια από την
επιστήμη της ιεραποστολής τα σχετικά της ζητήματα. Η επιστήμη της ιεραποστολής
είναι το ιδρυματικό κατώφλι της θεολογίας της ιεραποστολής. Δηλαδή όπως
υπογράμμιζε ο Ηλίας Βουλγαράκης, στα τέλη της δεκαετίας του 60’, «η επιστήμη
της ιεραποστολής ως κλάδος της Θεολογίας είναι σχετικώς νέος σχεδόν έναν αιώνα,
αλλά η καθοιονδήποτε τρόπο θεωρητική ενασχόληση με τα θέματα της ιεραποστολής
ανάγεται ήδη στις απαρχές της ίδρυσης της Εκκλησίας. Αυτό αποδεικνύεται
φανερότατα με έμμεσο τρόπο στα Ευαγγέλια και με άμεσο τρόπο στις Πράξεις των
Αποστόλων και τις Επιστολές, στις οποίες η ενασχόληση πρακτικώς και θεωρητικώς
με διάφορα θέματα όπως το κήρυγμα προς τα έθνη, ο τρόπος αποδοχής των εκ εθνών
Χριστιανών, την έννοια του νόμου και της πίστεως, το περιεχόμενο της λέξεως
«απόστολος», μεταξύ άλλων καθίστανται ως βασικά ζητήματα της εποχής εκείνης».[2]
Εντούτοις θα μπορούσε να πει κανείς –είναι ακριβώς
μία από τις βασικές θέσεις της σημαντικής έρευνας στο πεδίο της θεολογίας της
ιεραποστολής, του Νοτιοαφρικανού David Bosch, για τα
ιεραποστολικά παραδείγματα της χριστιανικής ιεραποστολής[3]-
ότι η Καινή Διαθήκη αποτελεί ένα κατεξοχήν «ιεραποστολικό ντοκούμεντο». Με την
προοπτική ότι όλα τα ιεραποστολικά παραδείγματα που έχουν πραγματοποιηθεί και
διαδεχθεί στην μακραίωνη ιστορία του Χριστιανισμού αντλούν από την
καινοδιαθηκική πηγή. Και επίσης με επαρκή τεκμηρίωση θα έλεγε κανείς ότι η
Καινή Διαθήκη είναι εξίσου ένα κατεξοχήν ποιμαντικό κείμενο. Εκεί που
εμφανίζεται ο Ιησούς Χριστός ως «Μέγας Ιεραπόστολος» εμφανίζεται και ως ο Καλός
Ποιμήν.
Η αδιαμφισβήτητη αφετηρία της ιεραποστολής την
βρίσκουμε στην Καινή Διαθήκη -και κατ’ επέκταση στην όλη την Αγία Γραφή από τη
Γένεση- στο πρόσωπο του ίδιου του Χριστού, αλλά μόνο θα μπορούσαμε να δούμε το
(ιερ)αποστολικό του «αξίωμα» σε ένα συνολικό πλαίσιο, ειδικά της χριστολογίας,
της εκκλησιολογίας και της τριαδολογίας, για να μιλήσουμε καθαρά για μία
θεολογία της ιεραποστολής. Να διατυπώσει κανείς ότι ο Ιησούς Χριστός υπήρξε ο
Πρωτο-Απόστολος δεν διευκρινίζει εν πολλοίς το ζήτημα της ιεραποστολής σε μία
ορθόδοξη θεολογική προοπτική, όμως ξεκαθαρίζει εξαρχής ότι η ιεραποστολή
προϋποθέτει την θεία πρωτοβουλία και δεν είναι ανθρώπινη υπόθεση. Αναμφίβολα, ο
ίδιος ο Χριστός έδρασε «ιεραποστολικά», και κατά την Αγία Γραφή είναι αδύνατον
να μάθουμε το καθετί και κατά πόσον που συνίστατο τέτοια δράση, αλλά αυτό που
έχει σημασία για την μελέτη της ιεραποστολής είναι τις διακριτές σχέσεις
ανάμεσα στην αποκεκαλυμμένη εντός ημών αλήθεια του Εξανθρωπίσαντος Λόγου και τα
υπόλοιπα γεγονότα που συντελούν το έργο της σωτηρίας: επομένως και το έργο της
ιεραποστολής. Και πάντως την ιδέα ότι για την ορθόδοξη θεολογία «ο Χριστός
είναι η «απαρχή» αυτού του κόσμου, και η «αρχή» μίας νέας κατανόησης του
ανθρώπου και της κοινωνίας, αλλά και της ενότητας της ανθρωπότητας στο Πρόσωπό
του».[4]
Η ιδέα αυτή έχει βαθιές συνεπαγωγές στον τρόπο που πρέπει να αντιλαμβανόμαστε
την ιεραποστολή ως μία διαρκής εκκλησιαστική και εκκλησιολογική κατάσταση που
ενεργείται μέσα σε ποικίλες σχέσεις και προσλαμβάνει τα όντα και τα πρόσωπα που
συμμετέχουν στις σχέσεις αυτές με τελικό προσανατολισμό τη Βασιλεία του Θεού και
την ένωση με το Θεό.
Τα βασικά ζητήματα περί ιεραποστολής όπως σήμερα σε
παγκόσμια κλίμακα, και ειδικά στην Ορθόδοξη θεολογία, είναι αποτέλεσμα διαφόρων
παραγόντων θεολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Η οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση η
προβληματοποίηση της ιεραποστολής δεν εμμένει μόνον στην οριστικοποίηση των
ορίων της ιεραποστολικής δραστηριότητας όποιας και να είναι αυτή, ούτε των
ορίων της Εκκλησίας. Ωστόσο, είναι και
μία από τις κεντρικές διερωτήσεις που μετράει τις εντάσεις ως προς το εν
προκειμένω ζήτημα. Θεωρούμε ότι δεν υπάρχει δυνατότητα μίας σωστής κατανόησης
της ιεραποστολής αν δεν λαμβάνουμε υπόψη μας το σύνολο της Εκκλησίας ως
Μυστήριο αλλά και την οικουμένη στην ολότητά της. Και επειδή ο «χώρος της
ιεραποστολής» προσδιορίζεται εν σχέση με την Εκκλησία, είναι αναγκαίο και να
κοιτάξουμε τις διάφορες διαστάσεις που καθιστούν πολύπλοκη την έννοια της
ιεραποστολής.
Τα σημαντικότερα θεολογικά ζητήματα, ειδικά όσον
αφορά στη χριστολογία, την εκκλησιολογία, την τριαδολογία και τη χριστιανική ανθρωπολογία,
δεν μπορούν να απουσιάζουν στη θεολογία της ιεραποστολής. Η ιεραποστολή ενόψει
της θεμελίωσής της πρέπει να Συνήθως, οι
εννοιολογικές ενστάσεις έχουν βρει στην θεολογία της ιεραποστολής ένα πεδίο
δοκιμασίας (πολλές φορές μεταβαλλόμενο σε πεδίο «ιδεολογικής» διαμάχης) όχι της
δογματικής πίστεως, αλλά προς τα πού πρέπει να κατευθυνθεί αυτή η πίστη.
Οι ιστορικές έρευνες για την ορθόδοξη ιεραποστολή
έχουν καταδείξει τη μεγάλη ιεραποστολική εμπειρία της Εκκλησίας, από τις οποίες
εκπηγάζουν και διδάγματα για τις μεθόδους και τους εν γένει τρόπους άσκησης
ιεραποστολής. Όμως, όλες οι ιστορικές εμπειρίες της χριστιανική ιεραποστολής
(θα έλεγε κανείς τα ιεραποστολικά μοντέλα του παρελθόντος) δεν έγιναν με τους
κατάλληλους τρόπους, και έχουν αποθέσει και κοινωνικά και ιστορικά βάρη που
φορτώνουν ιδεολογικά την έννοια της ιεραποστολής.
Οι γεωγραφικές συντεταγμένες της ιεραποστολής σήμερα
χαράζουν άλλο κόσμο, ίσως πιο ανθρώπινο και ταυτοχρόνως πιο πολύπλοκο από
οποιονδήποτε άλλο γνωστικό χάρτη των σύγχρονων κοινωνιών.
Το πολιτισμικό στοιχείο γίνεται όλο και περισσότερο
συνιστώσα του ιεραποστολικού ζητήματος και μία επικρατούσα πραγματικότητα που
δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν που σοβαρά ασχολείται με αυτό το ζήτημα. Και
δεν υπάρχει περίπτωση να αγνοηθεί, για τους ίδιους λόγους που δεν θα
παραβλέψαμε τις πολιτισμικές διαστάσεις και τα εν γένει κοινωνικά στοιχεία,
ούτε τις πολιτικές διαστάσεις που ανοίγονται ως προς το θέμα της ιεραποστολής.
Διασταυρωμένα όλα τα ζητήματα αυτά συναποτελούν την
σημερινή προβληματική για τη θεολογία της ιεραποστολής. Η έννοια της
ιεραποστολής σήμερα ξεπερνά με κάθε τρόπο μία απλή επιταγή του το πώς πρέπει ο
σημερινός Χριστιανός να δώσει μαρτυρία στον κόσμο που ζει ή του πώς πρέπει ο
άνθρωπος που δεν γνωρίζει την Αλήθεια του Χριστού να μάθει ότι ο Θεός είναι ο
Δημιουργός και ο Σωτήρας του και της όλης ανθρωπότητας. Ξεπερνά με οποιονδήποτε
τρόπο την απλώς εξόδου της Εκκλησίας προς τον κόσμο ή την είσοδο του ανθρώπου
στην Εκκλησία. Δεν είναι θέμα του ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει. Δεν είναι
μία «διαλεκτική» διαδικασία εξόδου-εισόδου, ούτε ανεβάσματος-κατεβάσματος. Κατ’
αρχήν η Εκκλησία, όπως την γνωρίζουμε σήμερα, δεν «είναι» ακριβώς την
πρωτοχριστιανική εκκλησιαστική κοινότητα ιδρυθείσα την ημέρα της Πεντηκοστής.
Εκείνοι οι Χριστιανοί βρίσκονταν άμεσα αντιμέτωποι, μέσα στη χρονική γραμμή της
Ιστορίας της Σωτηρίας στο μεγαλείο της Ανάστασης-Ανάληψης του Κυρίου, αλλά δεν
περάσανε από τις περεταίρω ιλιγγιώδεις εγκόσμιες δυσκολίες και τις περίπλοκες
ιστορικές καταστάσεις με τις οποίες η Εκκλησία έμαθε να διατηρήσει την Αλήθεια
του Χριστού. Εμείς οι Χριστιανοί Ορθόδοξη του 20ου και του 21ου
αιώνα, έχουμε τον Χριστό στην καρδιά μας, και έχουμε τα πολλαπλά μαρτυρικά
παραδείγματα των πρώτων Χριστιανών αυτών, των Αποστόλων, των Αγίων Μαρτύρων,
των Μεγάλων Ιεραπόστολων, των Θεοφώρων Πατερών και η σημερινή στρατευόμενη
Εκκλησία δεν έχει παύσει να πιστεύει και να ζει την Εκκλησία ως το Ζώντα Σώμα
του Χριστού σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη.
Δεν υπάρχει απορία πώς έχει αλλάξει η ορατή
πραγματικότητα της Εκκλησίας στην ιστορική της πορεία, υπάρχει όμως πολλά
ζητούμενα: ο χρόνος της Εκκλησίας κατευθύνεται προς το μέλλον αδιάκοπα μέχρι
στιγμής της Δεύτερης Έλευσης του Κυρίου. Τα ζητούμενα αυτά, όμως, δεν μπορούν
να επιλύονται αν δεν βλέπουμε ταυτοχρόνως προς το ζωντανό παρελθόν που
κρυσταλλώνω στην Ιερά Παράδοση. Η ιεραποστολή είναι σε αυτή την προοπτική ένα
κατεξοχήν θεολογικό ζητούμενο που μας «αναγκάζει» να δούμε το μέλλον της
Εκκλησίας. Για αυτό το λόγο τα ζητήματά της σε όλα τα επίπεδα είναι επίκαιρα
και αξίζει τον κόπο να τα σκεφτούμε και να τα δούμε όσο δυνατόν καθαρότερα.
Το όγκος των ζητημάτων αυτών σε μεγάλο βαθμό δεν
είναι θέμα διανοητικής επεξεργασίας υπέρ μίας γνήσιας θεολογίας της ορθόδοξης
ιεραποστολής γιατί έτσι θα αποδειχθεί πιο «αυθεντική» η Ορθόδοξη Παράδοση, αλλά
έχει την εκκλησιαστική βαρύτητα της ορθόδοξης εμπειρίας, το δογματικό βάρος που
ασφαλώς κατά την Ιερά Παράδοση δίνεται σε βασικές έννοιες όπως η Αγία Τριάδος,
η Σάρκωση, η Ανάσταση, η Εκκλησία, ο κόσμος, η ανθρώπινη ύπαρξη, η αγάπη, και
άλλες έννοιες που εξίσου είναι σημαντικές για κάθε θεώρηση της ιεραποστολής.
«Θέλω καταρχάς να καταγράψω μια οχληρή και τραγική διαπίστωση, ότι παρά τις φιλότιμες
προσπάθειές μας να είμαστε σωστοί ως χριστιανοί και πιστοί στην αποστολή μας, η ίδια η πραγματικότητα
μας διαψεύδει. Και ενώ έχουν υπάρξει πολύ σημαντικά βήματα προόδου στο πλαίσιο
μιας ιεραποστολικής θεολογίας σε οικουμενικό επίπεδο, μια ματιά στη γύρω μας
πραγματικότητα θα έπρεπε να μας γεννήσει ερωτήματα. Υπάρχουν άραγε δομικά λάθη
στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε; Οικοδομούμε τυχόν υπέροχες θεωρίες,
ασύνδετες όμως με την πράξη; Μήπως αποφεύγουμε ακριβώς την ορθοπραξία, κρυβόμενοι πίσω από πολιτικά και θεολογικά ορθές
θεωρίες; Μήπως, παρά τις καλές προθέσεις μας, δεν είμαστε επί της ουσίας
διαλογικοί και δεν διαλεγόμαστε με τη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά είμαστε
πολύ επιλεκτικοί κι ας θεωρούμε ότι είμαστε ανοιχτοί. Μήπως δεν μοιραζόμαστε;
Μήπως τυχόν μας αρέσει να αναπαυόμαστε στην οικεία ασφάλεια, να περιεργαζόμαστε
ξένες ιδέες ως τουρίστες, να τις ενσωματώνουμε ως καταναλωτές, να διακοσμούμε
με αυτές –τις καλύτερες από αυτές– τον γύρω μας χώρο και τον κόσμο των ιδεών μας;
Μήπως μας αρέσει να επικοινωνούμε, κάτι που είναι ασφαλώς χαριτωμένο ιδίως όταν
γίνεται ανώδυνα, αλλά δυσκολευόμαστε να δώσουμε μαρτυρία, να σταυρωθούμε. Μήπως η ιεραποστολή από μια διαδικασία
εξόδου από τον εαυτό γίνεται και πάλι μια εγωτική διαδικασία;».[5]
Το θέμα της ιεραποστολής στο πλαίσιο της Ορθόδοξης
Εκκλησίας και το πώς έχει διαπραγματευτεί τα σχετικά της ζητήματα που αντλούν
από την σύγχρονη ελληνική θεολογία έχουν σημασία για το πώς βλέπει η Εκκλησία
τον εαυτό της μέσα στην Ιστορία αλλά και για το πώς κατανοείται το ευαγγελικό
μήνυμα του Χριστού και η κεντρική της πρόταση ζωής στον κόσμο. Εντούτοις, μία
θεολογική θεώρηση της ορθόδοξης ιεραποστολής, δηλαδή, μία θεολογία της ιεραποστολής ως καρπός ολόκληρης της ύπαρξης της
Εκκλησίας[6], ασφαλώς είναι ικανή να «καταγράφει» την ζωντάνια της
εκκλησιολογικής αυτοσυνειδησίας και της εκκλησιαστικής ζωής (διά των ενεργειών
της) αλλά και το όραμά της.[7] Αυτή η «καταγραφή» της ενεργούμενης ιεραποστολικής
πράξεως, δεν μπορεί να αποδεικνύεται παρά μόνο στο πλαίσιο μίας ιστορικής
αυτοσυνειδησίας της ιεραποστολής, σε έναν διάλογο με τις καταβολές του
παρελθόντος της, τις πραγματικές εκφάνσεις του παρόντος της και τις προοπτικές
του μέλλοντός της.
Δεν υπάρχει σοβαρή ερώτηση περί ιεραποστολής που δεν
θα ενέχει ταυτοχρόνως μία σοβαρή ερώτηση για τον (προ)ορισμό και τον
προσανατολισμό της Εκκλησίας. Για αυτό και κάθε ιεραποστολική θεώρηση πρέπει να
αναζητηθεί στο πλαίσιο της ιστορίας, λαμβάνοντας υπόψη τις καταβολές του
παρελθόντος αλλά και τις δικές της προοπτικές προς το μέλλον. Η ιεραποστολή, ως
γεγονός υπαρξιακού χαρακτήρα για την εκκλησιαστική ζωή, βρίσκεται και
πραγματοποιείται πάντα στο σταυροδρόμι παρελθόντος και μέλλοντος. Με άλλα
λόγια, η διαλεκτική της «ιστορικής εξέλιξης» της ιεραποστολής πραγματοποιείται
διαχρονικά ανάμεσα στη ζωντάνια της παράδοσής της και το όραμα που
ενστερνίζεται στον ορίζοντα μίας ζωντανής και αληθινής ελπίδας. Αυτή η
ζωντάνια, η ικανότητα της ενεργοποίησης της παράδοσης στο κάθε παρόν,
συνίσταται στην ίδια την πηγή του οράματος της ιεραποστολής. Η Ιερά Παράδοση,
δοσμένη, διαδεδομένη διά της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας,
είναι ταυτοχρόνως η αυθεντική πηγή της εμπειρίας και της ελπίδας για την πορεία
του ανθρώπου μέσα στην Ιστορία από καταβολής του κόσμου έως εσχάτου της γης.
Η ιεραποστολική πράξη[8] συνιστά αναπόσπαστη και σημαντική πράξη της
Ορθόδοξης Εκκλησίας, με αφετηρία την ίδρυσή της μαζί με το πρωτοφανή
ιεραποστολικό έργο του Αποστόλου Παύλου –αλλά και των άλλων Αποστόλων- και τον
ιεραποστολικό του ζήλο. Ο ιεραποστολικός ζήλος αυτός δεν απορρέει από μία
θρησκευτική πεποίθηση με σκοπό να εμβολιάζει την χριστιανική πίστη στην
οικουμένη όλη, αλλά αποτελεί πνευματικός καρπός της χάρης του Αγίου Πνεύματος.
Πρόκειται για την χαρισματική διάθεση που ωθεί σε κάθε ιεραπόστολος στο να
προσεγγίσει τους άλλους που δεν γνωρίζουν ακόμα τον Θεό ή τον παραγνωρίζουν και
να τους παροτρύνει διά της αγάπης προς αυτούς και αρχικώς προς τον Θεό στην
αλήθεια του Χριστού.
Μια προσέγγιση στην ιεραποστολική δράση της
Ορθοδόξου Εκκλησίας που πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πρωταρχική αυτή ιστορική
της αφετηρία, την πρώτη εποχή του Χριστιανισμού και ειδικά τις πασίγνωστες
περιοδείες του Αποστόλου των Εθνών, ταυτόχρονα δεν μπορεί όμως να παραμερίσει
τις δράσεις όλης της πρωτοχριστιανικής κοινότητος και τη συνέχειά της στην
μακραίωνη πορεία της ίδιας της Εκκλησίας μέχρι σήμερα.
Αυτή η χρονολογική αφετηρία του ιεραποστολικού έργου
της Εκκλησίας καταγεγραμμένη στις
καινοδιαθηκικές μαρτυρίες του ίδιου του Χριστού και των Μαθητών Του, αναγνωρίζεται
περίτρανα τόσο στα πατερικά κείμενα όσο στο σύνολο της Ιεράς Παραδόσεως. Στον
20ό αιώνα και στο πλαίσιο της σύγχρονης ορθόδοξης θεολογίας
(προπαντός από τον δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα) η
ιεραποστολή έχει γίνει ένα συνεχές αντικείμενο μελέτης, όπως φαίνεται στην
σχετική βιβλιογραφία που αναφέρεται στην ιεραποστολική δραστηριότητα της
Εκκλησίας τα τελευταία εξήντα χρόνια. Καθώς και η συμβολή της στην εξάπλωση της
Εκκλησίας σε όλο τον κόσμο, αλλά και στην θεωρητική και μεθοδολογική ανάπτυξη
της ορθόδοξης ιεραποστολής.
Εντούτοις, θα μπορούσε να πει κανείς, δίχως
αμφιβολία, ότι η ιεραποστολή είναι από τα πιο σημαντικά ζητήματα της σύγχρονης
ορθόδοξης θεολογίας, η οποία ως βασικό κεφάλαιο της Εκκλησίας συνδέεται άρρηκτα
με την παράδοση των Αγίων Πατέρων σε πολλά σημεία τόσο θεωρητικά αλλά και σε
πρακτικό επίπεδο. Από την αγιογραφική, πατερική και μαρτυρική παράδοση αντλούν
τις πρωτοποριακές διδασκαλίες και τα συναρπαστικά διδάγματα της σημερινής
ορθόδοξης ιεραποστολής. Είναι από τα σημαντικότερα ζητήματα της σημερινής
Εκκλησίας διότι αυτή εξελίσσεται μέσα στις πολλαπλές δυσκολίες και κοινωνικές
προβληματικές που αναδύονται στις σημερινές κοινωνίες, και συνεχίζει να είναι το
ιεραποστολικό της έργο πρωτεύουσα μέριμνα της εκκλησιαστικής και θεολογικής
προσπάθειάς της, όσον αφορά την μαρτυρία του Χριστού σε όλη την οικουμένη. Και
αυτή η συνέχεια έχει ως αδιαμφισβήτητη αφετηρία τον Χριστό, κεφαλή της
Εκκλησίας.[9]
Αναμφίβολα, συνιστά ένα σημαντικό ζήτημα πως η
ιεραποστολή δεν αποδεσμεύεται από τις καταβολές της εκκλησιαστικής παράδοσης
και ταυτόχρονα αναλαμβάνει τα μεγέθη των προβλημάτων και υποθέσεων τα οποία
υφίστανται στην εκάστοτε εποχή, επειδή τέτοια συνέχεια πρέπει να την κρατάει η
Ορθόδοξη Εκκλησία στο πλαίσιο μίας συγκεκριμένης και «ιδιαίτερης» παράδοσης
και, τέτοια προσπάθεια να την αναπτύσσει στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της
κάθε εποχής. Πρόκειται για την μεγάλη διαλεκτική πρόκληση της Εκκλησίας στη
σχέση της με τον κόσμο, και έτσι προβάλλεται η ιεραποστολή περισσότερο ως
ζητούμενο παρά ως δεδομένο. Αυτό δεν μπορεί, όμως να παρεξηγηθεί ώστε να
εξαλειφθούν τα κοιτάσματα και τα θαύματα της Ιεράς Παράδοσης και να εμφανιστεί
η ιεραποστολή ως ένα ζήτημα δίχως ιστορία, δίχως παρελθόν, και εν ψυχρώ .
Άλλωστε αυτό είναι κάτι αδύνατον να συλληφθεί, εκτός αν σκεφτεί κανείς ότι η
ιεραποστολή είναι καρπός της επιστημονικής φαντασίας ή μία εγκόσμιας
εξιδανικευμένης ουτοπίας. Η ιεραποστολή όμως, είναι μία μακραίωνη και
αδιάλειπτη ιστορική πορεία, στην οποία αυτό που ασφαλώς ισχύει, με τεκμήρια,
αίμα και αλλά ενσαρκωμένα αγαθά, είναι το παρελθόν.
Ο Ηλίας Βουλγαράκης σχετικά με την ιστορική αρχή της
ιεραποστολικής δράσης της Εκκλησίας γράφει το εξής:
«Στα πρώτα χρόνια της ζωής της Εκκλησίας το βάρος της
ιεραποστολής έπεσε στους Αποστόλους, μαθητές του Κυρίου. Σε αυτούς σύντομα
προστέθηκε ο απόστολος Παύλος, που η παρουσία του έδωσε νέα και αποφασιστική
ώθηση στη διάδοση της νέας πίστεως. Ο Χριστιανισμός, ξεκινώντας από τα
Ιεροσόλυμα, σχημάτισε ένα τεράστιο τόξο που η άλλη του άκρη έφτανε στη Δύση.
(...) Ωστόσο, με το κλείσιμο του πρώτου αιώνα, πληροφορούμεθα από τα κείμενα
εκείνης της εποχής για την ύπαρξη ζωντανών χριστιανικών κοινοτήτων σε πολλές
άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας, από τις όποιες δεν πέρασαν οι Απόστολοι.
Αυθόρμητα έρχεται στο νου μας η εικόνα ιεραποστόλων, μαθητών των πρώτων
Αποστόλων, που συνέχισαν το έργο τους και διέδωσαν το Χριστιανισμό στις πόλεις
αυτές.»[10]
Αυτή η πρωταρχική πορεία της ιεραποστολής είναι
αναγνωρίσιμη στην ζωντανή παρουσία της σημερινής Εκκλησίας σε κάθε γωνία του
κόσμου, καθώς και στη σημασία και στους ποικίλους προβληματισμούς των θεσμών
και σπουδών που μέσα στο εκκλησιαστικό πλαίσιο της Ορθοδοξίας –και των άλλων
Χριστιανικών Ομολογιών- ενασχολούνται ή δίνουν έμφαση στην ιεραποστολική
διάσταση της Εκκλησίας. Σήμερα η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία δείχνει φανερότατα το
πραγματολογικό υπόβαθρο της διάστασης αυτής μέσω της θαυμάσιας δραστηριοποίησης
σε διάφορα έθνη όλων των ηπείρων, όπου ενεργώς καλλιεργεί ιεραποστολικά
κλιμάκια,[11] οικοδομεί ναούς στις νεοσύστατες ιεραποστολικές
κοινότητες, χειροτονεί νέους ιερείς (στην εκάστη κοινότητα), διαπαιδαγωγεί στην
εν Χριστώ διδασκαλία στους νεόφυτους στην Ορθόδοξη πίστη, και συνεχίζει
ποικιλοτρόπως το μεγάλο έργο της ιεραποστολής.
Η συνάντηση και οι ποικίλες διασταυρώσεις μεταξύ
διαφόρων πολιτισμών και των θρησκειών σε παγκόσμια κλίμακα είναι ίσως η
μεγαλύτερη πρόκληση στην ιστορία της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα. Οι ρεαλιστικές
και «ανελέητες» συγκριτικές στατιστικές στην επιφάνεια της εικονικής
τηλε-πραγματικότητας αντανακλούν -και κατασκευάζουν- μια όλο και περισσότερη
πολύπλοκη πραγματικότητα, που είναι συμπυκνωμένη σε πολλαπλά κοινωνικά
αδιέξοδα, αλλά και λιγοστές ελπίδες. Η «ελεύθερη» μετακίνηση εμπορευμάτων,
κεφαλαίων και ανθρώπων σε παγκόσμια κλίμακα, περά από τα κατοχυρωμένα
παραδοσιακά σύνορα των εθνικών-κρατών που συγκροτήθηκαν κατά την νεωτερικότητα,
οι αυξανόμενες κοινωνικές, πληθυσμιακές
και πολιτικές αναταραχές προκαλούμενες από τις δραστικές κλιματικές αλλαγές,
πολεμικές συγκρούσεις και οικονομικές κρίσεις είναι γνωστά φαινόμενα που
χαρακτηρίζουν τη σημερινή μας εποχή. Υπάρχουν χώρες που σημαντικό μέρος του
πληθυσμού τους έχει μετακινηθεί προς άλλες χώρες, οι οποίες έχουν άλλους
πολιτισμούς και θρησκείες. Υπάρχουν κοινωνίες ολόκληρες που έχουν εγκλωβιστεί
μέσα σε θεοκρατικά καθεστώτα ή πρόσφατα είχαν βγει από την αμείλικτη
θρησκευτική απαγόρευση αθεϊστικών καθεστώτων. Όπως αναφέρει ο θεολόγος Θανάσης
Παπαθανασίου:
«Στις αρχές του 20ού αιώνα το 80% των Χριστιανών όλου του
κόσμου ζούσε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Ήδη, όμως, στα τέλη του αιώνα,
το 60% βρισκόταν στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική, ενώ μεγάλα
τμήματα του δυτικού πληθυσμού (και ιδίως της δυτικής Ευρώπης) περνούσε σε αποχριστιανισμό. Η πλάστιγγα αυτή συνεχίζει
να γέρνει κατ’ αυτόν τον τρόπο και στον αιώνα που διανύουμε. Με την οδυνηρή
εξαίρεση ιστορικών χριστιανικών κοινοτήτων που συνθλίβονται από το φανατικό
Ισλάμ σε σημεία της εγγύς και μέσης Ανατολή, οι εκτός δυτικού κόσμου
χριστιανικές παρουσίες εμφανίζουν έναν δυναμισμό, ο οποίος κάνει ορισμένους να
υποθέτουν ότι περί το 2025, αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά και απρόσμενα, οι
ευρωπαίοι Χριστιανοί θα καταλαμβάνουν πια την τρίτη πληθυσμιακή θέση, ενώ η
Αφρική και η Λατινική Αμερική θα ανταγωνίζονται για τον τίτλο της χριστιανικότερης (πάντα από πλευράς
πληθυσμού) ηπείρου.»[12]
Αυτός ο μετασχηματισμός αποχριστιανισμού της Δύσης
–εκχρηστιανισμού της Ανατολής παρουσιάζει μία ενδεικτική
κατάσταση της σύγχρονης κοινωνίας, ο οποίος επηρεάζει καταλυτικά τη σημερινή
κατάσταση της χριστιανικής πίστεως και της ιεραποστολής, προπαντός στον
λεγόμενο Τρίτο Κόσμο, αλλά και επιδεικνύει την παρακμάζουσα κατάσταση της
εκκλησιαστικής ζωής στη Γηραιά Ήπειρο.
Θα λέγαμε πως αυτή η κατάσταση είναι και
ανταποδοτική έκφανση μίας διαλεκτικής πρόσκλησης- πρόκλησης, την όποια θα
αναλύσουμε στο τρίτο κεφάλαιο. Αυτή η διαλεκτική βρίσκει ως μία από τις αιτίες
την πνευματική κρίση του πολιτισμικού πρότυπου της Δυτικής Ευρώπης, που δεν
ανταποκρίνεται όμως σε μία αποδυνάμωση της χριστιανοσύνης σε παγκόσμια κλίμακα.
Κοιτάζοντας, σε γενικές γραμμές, το σημερινό πανόραμα της παγκόσμιας κοινωνίας,
μετά από τη αποαποικιοποίηση του
Τρίτου Κόσμου στην μεταπολεμική περίοδο, μετά από σχεδόν μισό αιώνα ψυχροπολεμικής γεωπολιτικής που
διχοτόμησε τον πλανήτη σε δύο ιδεολογικά στρατόπεδα, μετά από μία σειρά
μετανεωτερικών φιλοσοφιών και κοσμοθεωριών βασιζόμενων στην πλήρη καχυποψία και την απόλυτη ανεστιότητα,[13] το φαινόμενο της μεγέθυνσης της ιεραποστολής και της
χριστιανικής μαρτυρίας στον Τρίτο Κόσμο, αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός που θα
χαρακτηρίζει τον παρών αιώνα.
Όντως, αυτός
ο μετασχηματισμός πρόκειται για μία μεταστροφή
σε παγκόσμια κλίμακα, και πρέπει να κοιτάξουμε ερευνητικά αλλά κατά βάθως
προφητικά τα νέα σημεία των καιρών μας, και πώς συνδυάζονται αυτά με το παρελθόν. Στην ομιλία του πρώην
Γενικού Γραμματέα του ΠΣΕ, Σαμουέλ Κόβια έλεγε το εξής:
«Καλούμαστε να ξανασκεφτούμε τις θέσεις
μας όσον αφορά στη γεωγραφία της
ιεραποστολής. Είναι πολύ καλά γνωστό ότι το δημογραφικό κέντρο της
Χριστιανοσύνης μετατοπίστηκε σταθερά από τον Βορρά προς τον Νότο. Στα μέσα του
πρώτου αιώνα, το κέντρο αυτό ήταν στην Ιερουσαλήμ ή κοντά σ’ αυτήν. Τον δεύτερο αιώνα μετατοπίστηκε στην
Ευρώπη, όπου παρέμεινε επί μακρόν. Αλλά τώρα, οι στατιστικολόγοι εντοπίζουν το
κέντρο βάρους της Χριστιανοσύνης κοντά στο Timbuktu, στην έρημο της Σαχάρας,
και συνεχίζει να μετακινείται προς τα Νότια. Η Αφρική μετατοπίσθηκε από την
περιφέρεια στο κέντρο της εκκλησιαστικής συνείδησης. Το όραμά μας πρέπει να
υποστεί μια αντίστοιχη μεταστροφή, εάν θέλουμε να παρακολουθήσουμε το σημερινό
έργο του Θεού στον κόσμο. Καλούμαστε να
αναγνωρίσουμε ότι αυτή η αλλαγή της παγκόσμιας δυναμικής δεν είναι αποκλειστικά
και μόνο γεωγραφική, αλλά κουβαλά μαζί της συνέπειες πνευματικές, ηθικές,
θεολογικές, ιεραποστολικές».[14]
Απέναντι σε αυτή την πλανητική μετακίνηση
στη πορεία του Χριστιανισμού, συνοδευόμενη από παράλληλες και αντικρουόμενες
πλανητικές αλλαγές, δεν μπορεί κανείς ενδιαφερόμενος στα θεολογικά και
κοινωνικά θέματα να μείνει αδιάφορος. Θεωρούμε ότι, υπό το πρίσμα των
σημαντικών μετασχηματισμών που σήμερα επηρεάζουν συθέμελα το σύνολο των
κοινωνιών μας και, με αφορμή την μετακίνηση αυτή και τις σχέσεις που
διατείνονται με το ολόκληρο θρησκευτικό και πολιτισμικό πανόραμα στην σημερινή
παγκόσμιας πραγματικότητα, είναι ανάγκη να διαγραφεί μία γεωγραφία της ιεραποστολής[15]
που να λαμβάνει υπόψη της όλες οι προϋποθέσεις και συσσωρευμένες εμπειρίες μίας
νέας ιεραποστολικής αφύπνισης που ξεκίνησε τον 20ο αίώνα αλλά και οι
πολλαπλές προκλήσεις και δυνατότητες για την ανάπτυξή της στον παρόν αιώνα.
Σήμερα, η ανθρωπότητα σε αυτή την πολυπολική παγκοσμιοποίηση,[16] σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον το οποίο
χαρακτηρίζεται έντονα από την διασταύρωση πολιτισμών και κοσμοθεωριών,
διαισθάνεται όλο και περισσότερο την ανάγκη να συμμεριζόμαστε και να ζούμε σε
μια οικουμένη της ειρήνης και της πλήρους αλληλεγγύης, στην οποία τα εκ του
Θεού δοσμένα δώρα να γίνουν κοινή κληρονομιά για όλους τους ανθρώπους. Σε αυτό
το αίτημα στις τελευταίες δεκαετίες έχει ανταποκριθεί μία πληθώρα από
διεκκλησιαστικές πρωτοβουλίες και μία ορολογία που αντλεί πρωτίστως από την
Οικουμενική Κίνηση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει συμβάλει με την δύναμη της
παράδοσης και την θεολογική σκέψη στην
προσπάθεια αυτή. Μία προσπάθεια που δεν έχει προκαλέσει και έντονες
συζητήσεις, διαφωνίες και αντιπαραθέσεις μέσα στο ίδιο πλαίσιο της Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Συχνά το κοινό ερώτημα παραμένει στην επιφάνεια, σχηματίζοντας
ιδεολογικά στρατόπεδα ακόμα εκεί που δεν βρίσκονται, αντί να εμβαθύνει όλο και
περισσότερο στην αλήθεια του οικουμενικού αιτήματος. Και θεωρούμε ότι αυτή η
επιπολαιότητα με την οποία πολλές φορές ακόμα και μέσα στους ακαδημαϊκούς
κύκλους αντιμετωπίζεται ένα ζήτημα μείζονος σημασίας είναι το βασικό εμπόδιο
για να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στη σύγχρονη κατάσταση της Εκκλησίας σε
σχέση με τον κόσμο και στην αδιαμφισβήτη οικουμενική της προοπτική.
Ταυτοχρόνως, αναδύονται διασπαστικές,
φονταμενταλιστές συγκρούσεις που προσπαθούν να καταστρέψουν ό,τι είναι άφθαρτο
στον άνθρωπο: Ο Θεός της αγάπης στην καρδιά του κάθε ανθρώπου. Εντούτοις, οι μεγάλες
προκλήσεις της παγκόσμιας εποχής, βρίσκονται στην πολιτισμική αλλά και στη
θρησκευτική της διάσταση.
Πώς δηλαδή θα μπορούσε να συνεχίζεται η ανάπτυξη
της ιεραποστολικής πράξης της Ορθοδόξου
Εκκλησία σε παγκόσμιο επίπεδο μέσα στις σημερινές συνθήκες, οι οποίες είναι
εντελώς διαφορετικές από οποιοδήποτε παρελθόν που έχει βιώσει η Εκκλησία; Η
εντατικοποίηση της εκκοσμίκευσης των κοινωνιών σε ένα μεταβατικό ιστορικό
πλαίσιο και η ισχύ της εμπορευματικής παγκοσμιοποίησης που σε οικονομικό και
πολιτικό επίπεδο καταδεικνύεται με την κατίσχυση των αγορών επί των κρατών-
εθνών, την προβληματιζόμενη σύνδεση μεταξύ του τοπικού και του παγκόσμιου, το
ζήτημα της πολιτισμικής ετερότητας και της πολυπολιτισμικότητας, τη συνύπαρξη
διάφορων θρησκειών σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο σε συνδυασμό με το ζήτημα της
θρησκευτικής ελευθερίας, τα πολλαπλά κοινωνικά προβλήματα που υφίστανται στις
σύγχρονες κοινωνίες,[17] είναι κάποιες από αυτές τις συνιστώσες πού έχουν σχέση
με το πώς εξελίσσεται η ιεραποστολή ως κοινωνικό και εκκλησιαστικό φαινόμενο
στη σύγχρονη εποχή από ορθόδοξη πλευρά.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Ορθόδοξη Εκκλησία
πρέπει να παραμένει σκεφτόμενη, προσεκτικότερη, διαλογική και ζωντανή ως προς
την ανάπτυξη της ιεραποστολικής της δράσης με βάση την Ιερά Παράδοση,
λαμβάνοντας υπόψη της ολόκληρη την θεολογική αλλά και την «ιστορική και
κοινωνική» της παράδοση που την χαρακτηρίζει από τις αρχές της ιδρύσεως της
Εκκλησίας, η οποία διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από τη δυτική παράδοση,
ακόμα και σήμερα. Και αυτό σημαίνει να βρίσκεται πάντοτε πρόθυμη και ευαίσθητη
η Εκκλησία (τα μέλη Της) στο άγιο κάλεσμα της Ιεραποστολής, δηλαδή στο
πρωταρχικό κάλεσμα του Χριστού και το λόγο Του: «Πορευθέντες
μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του
Υιού και του Αγίου Πνεύματος…»[18]. Σημαίνει να προτρέπει συνεχώς μέσω της ενοριακής
διαποίμανσης στους χριστιανούς στο παύλειο λόγο του «ουαί εμοί, εάν μη
ευαγγελίζομαι»[19]. Αυτό το κάλεσμα σήμερα, μας «αναγκάζει» να βρούμε τους τρόπους με τους
οποίους μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τη χριστιανική ζωή μέσα σε έναν πολύπλοκο
κόσμο χωρίς να χάσουμε την αφετηριακή και βαθιά οπτική ότι η Εκκλησία είναι ο τόπος
και τρόπος αυθεντικής απελευθέρωσης των ανθρώπων, ότι η ιεραποστολή δεν
είναι απλό καθήκον για την «άθροιση ατόμων στο ποίμνιο», αλλά προέκταση και
εμβάθυνση της πνευματικής ζωής της εκκλησιαστικής κοινωνίας ως «κοινωνίας
προσώπων».[20] Με άλλα λόγια, η
ιεραποστολική προσπάθεια δεν στοχεύει ή δεν πρέπει να στοχεύσει μόνον στο να «κερδίσει
ψυχές για το Χριστό», αλλά να στοχεύει διαρκώς και πραγματικά να μπει και
να ζει ο Χριστός στις καρδιές μας, στις καρδιές όλο και περισσότερων ανθρώπων
ώστε «ίνα πάντες έν ώσιν».[21]
Σε αυτή την μελέτη ξεκινάμε με μία προϋπόθεση που
δηλώνει την πολυπλοκότητα του εν προκειμένω θέματος: Η ιεραποστολή είναι
κατ’ εξοχήν ένα ολικής σημασίας εκκλησιαστικό και θεολογικό γεγονός για τη ζωή
της Εκκλησίας, αλλά είναι και ένα κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο,
εξαιρετικής σημασίας, ως προς τα ζητήματα της κατανόησης, οικοδόμησης και
ανάπτυξης της ιεραποστολικής πράξεως στην παγκοσμία κοινωνία.
Παραδείγματος χάριν, αν σκεφτεί κανείς τι είδους
καταστάσεις πρέπει να αντιμετωπίζει ένας αφοσιωμένος ιεραπόστολος που μόλις
στάλθηκε από το Περιβόλι της Παναγίας σε μία μικρή κοινότητα της Νιγηρίας και
το τι φανταζόταν οι άνθρωποι της τοπικής κοινότητος για αυτόν, αν διαβάσει
κάνεις την κοινωνιολογική σημασία των εκδοθέντων πορισμάτων της σχετικής
Επιτροπής του Παγκόσμιου Συμβούλιου των Εκκλησιών κατά τις τελευταίες
δεκαετίες, ή τις βιβλιογραφικές αναφορές του ζητήματος της ιεραποστολής στην
Βόρεια Αμερική, θα καταλάβει ότι δεν μιλάμε για ένα άσχετο ή απλό φαινόμενο,
αλλά για ένα πολύπλευρο γεγονός που δεν επιλύεται εύκολα. Η στάση της ορθόδοξης
θεολογίας απέναντι σε αυτό το γεγονός πρέπει οπωσδήποτε να είναι δημιουργική,
θεόπνευστη, κριτική, και ποτέ αποθαρρυντική και αντιδραστική. Η ιεραποστολή δεν
είναι μία φυσική κατάσταση πραγμάτων και δοσμένων συνηθειών που ξεκινάει από
παρορμητικές και ενθουσιαστικές ατομικές/ομαδικές κινήσεις και κάπου σταματάει,
δεν είναι μία δεδομένη κατάσταση στην οποία ο χώρος και ο χρόνος που διεξάγεται
είναι πλέον προδιαγραμμένο με φυσικούς ή τυπικούς καθορισμούς: Είναι κατεξοχήν
ένα ζητούμενο, ενεργοποιούμενο μέσα στην ολική ζωή της Εκκλησίας, όπως ορθά
απαιτήθηκε το 1959 από τον πρωτοπρεσβύτερο
και λειτουργολόγο Αλεξάνδερ Σμέμαν, αφορμώμενος την ίδρυση του
Διορθόδοξου Ιεραποστολικού Κέντρου «Πορευθέντες»:
«Το να ξαναβρούμε την ιεραποστολική διάσταση της
Εκκλησίας είναι η επιτακτική ανάγκη των ημερών μας. Οφείλουμε να ξαναβρούμε μία
πολύ βασική αλήθεια: ότι η Εκκλησία είναι ουσιωδώς
Ιεραποστολή, ότι καθαυτές τις ρίζες της ζωής της βρίσκονται στην εντολή του
Χριστού: Μία χριστιανική που χάνει τον
ιεραποστολικό ζήλο και σκοπό της, μία κοινότητα που γίνεται εγωιστική και
εγωκεντρική, που περιορίζεται στο να ικανοποίει τις ανάγκες των μελών της,
…οδεύει προς την πνευματική παρακμή και τον θάνατο, διότι η πνευματική ανάγκη
ενός χριστιανού είναι ακριβώς το να μοιράζεται τη Ζωή και την Αλήθεια με όσο
περισσότερους ανθρώπους είναι δυνατόν και τελικά με ολόκληρο τον κόσμο. Η
ιεραποστολή, συνεπώς, είναι η οργανική και χρέος της Εκκλησίας ἐν τῶ κόσμῶ: το πραγματικό νόημα της
παρουσίας της Εκκλησίας στην ιστορία ανάμεσα στην πρώτη και την δεύτερη έλευση
του Κυρίου.[22]»
Εντούτοις, το ερώτημα είναι το εξής: Τι ρόλος παίζει
η θεολογία εδώ και τώρα σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση της ιεραποστολής; Πώς
πρέπει να ξανακοιτάξει ο θεολόγος σήμερα τα θεωρητικά και πρακτικά αποθέματα
του ιεραποστολικού παρελθόντος (στις διαχρονικές διαβαθμίσεις της μεγάλης,
μεσαίας και μικρής/πρόσφατης διάρκειας), πώς πρέπει να αντιμετωπίσει η Εκκλησία
τις πολλαπλές και τις ποικιλόμορφες καταστάσεις που έχουν σχέση με τις ιεραποστολικές
πρακτικές και τα χαρακτηριστικά της, σε
τι βαθμό έχει αναδειχτεί η ίδια εξαιρετικά αντιμέτωπη και συνεπής ή, αντιθέτως,
εξαιρετικά παθητική στη σωστή διαχείριση των πολλών ζητημάτων γύρω στην
ιεραποστολική δραστηριότητά της και υπό ποιά κριτήρια τα αξιολογεί; Σε ποιά
θέματα μείζονος σημασίας για την ιεραποστολική πρακτική έχει αναδειχθεί
διστακτική η εντελώς αδιάφορη; Και για ποιά ζητήματα τελικώς θα επρόκειτο να
τίθεται επί της ουσίας το ερώτημα για την ιεραποστολή.
[1] Θανάση Παπαθανασίου, Η Εκκλησία ως αποστολή. Ένα κριτικό
ξανακοίταγμα στην λειτουργική θεολογία του π. Αλεξάνδερ Σμέμαν, Π.
Θεολογία 1, 2009, σσ. 68-69.
[2] Ηλίας Βουλγαράκης, Σύντομος ιστορία της Επιστήμης της
Ιεραποστολής, Περιοδικό Θεολογία, Τόμος Μ’/ Τεύχος Α’-Δ’, Αθήνα, 1969, σελ
326.
[3]
David Bosch, Transforming mission.
Paradigm Shifts in Theology of Mission. Orbis Books, Maryknoll, New York , 1991, σελ 31-80. Για
το ζήτημα των ιεραποστολικών παραδειγμάτων που πραγματεύεται στο ίδιο βιβλίο:
σσ.227-239
[4] Γεώργιος Πατρώνος, Θεολογία και κοινωνία, Εκδόσεις Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας
της Ελλάδος, Αθήνα, 2007, σελ. 380.
[5] Εύης Βουλγαράκης-Πισίνα. Ακολουθώντας τον Ιησού. Η κατανόηση της
Ορθόδοξης Ιεραποστολής σήμερα στη θεωρία και στην πράξη. Εκκλησιαστικός
Φάρος Τόμος Πγ’ – Πδ’, Αλεξάνδρεια, 2013, σελ 203.
[6] Αλέξανδρος Σμέμαν, Η αποστολή της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο,
Εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα, 1983, σελ
233-234.
[7] Στην ανάπτυξη της εργασίας η επεξήγηση
για μία θεολογία της ιεραποστολής στους «κόλπους» της Ορθόδοξης θεολογίας θα
είναι όλο και περισσότερο επιτακτική, ειδικά στο δεύτερο κεφάλαιο. Προς το
παρόν προτάσσεται ότι μία
θεολογία της ιεραποστολής στην ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι παρά μόνο την
θεωρητική δημιουργική παρακαταθήκη της πλούσιας και αδιάκοπης ιεραποστολικής
πράξης πλήρους ενσωματωμένης στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
[8] Η λέξη πράξη είναι εδώ νοούμενη
στην πρωταρχική σημασία, κατά την οποία δεν υφίσταται καθεαυτή πέραν της
θεωρίας. Ο Χανς Γ. Γκάδαμερ τονίζει: «Το εννοιολογικό πεδίο, στο οποίο η λέξη
και η έννοια «πράξη» έχουν την πραγματική τους θέση, δεν ορίζεται πρωταρχικά
από την αντίθεση προς τη «θεωρία» και ως μια εφαρμογή της θεωρίας. (…) Επειδή η
«πράξη» περικλείει ένα ευρύ φάσμα σημασιών, το σημαντικότερο όριο που θέτει ο
Αριστοτέλης σε αυτή την έννοια δεν
διαχωρίζει την πράξη από τη θεωρητική επιστήμη, η οποία, ως ένα είδος ανώτατης
πράξης, ξεχωρίζει μέσα στο ευρύ πεδίο δυνατοτήτων της ανθρώπινης ζωής, αλλά από
την κατασκευή-παραγωγή που στηρίζεται στη γνώση, από την ποίησιv, η οποία αποτελεί την οικονομική βάση της ζωής στην ελληνική πόλη.» Βλ, Hans - Georg Gadamer, Ο λόγος στην εποχή της επιστήμης, (Μετάφραση:
Λευτέρης Αναγνώστου), Νήσος, 1997, σσ. 95-96.
[9] Βλ, Πέτρος Βασιλειάδης, Ενότητα και
Μαρτυρία. Ορθόδοξη Μαρτυρία και Διαθρησκειακός Διάλογος. Εγχειρίδιο
Ιεραποστολής. Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2007, σσ., 32 «Η χριστιανική κατανόηση
της ιεραποστολής αναμφίβολα προσδιορίζεται από τη διδασκαλία, τη ζωή και το
έργο του Χριστού.»
[10] Ηλίας Βουλγαράκης, Ιεραποστολή, Δρόμοι και Δομές, Εκδόσεις
Αρμός, Αθήνα, 1989, σελ. 58.
[11] Βλ. Μαρία Δ. Γεωργούλα, Έλληνες
Ορθόδοξοι Ιεραπόστολοι Σήμερα,
στο ιστολόγιο του Πανελλήνιου Χριστιανικού Ομίλου Εξωτερικής
Ιεραποστολής (Π.Χ.Ο.Ε.Ι): (Προσπέλαση 12/12/2013)
[12] Θανάση Παπαθανασίου, Η
χριστιανική μαρτυρία και η σπουδή της παγκοσμίως στον περίεργο 21ο αιώνα. Μια
χαρτογράφηση. Περιοδικό Σύναξη 126 , 2013, σ. 81.
[13] Εδώ προφανώς, αναφέρομαι στις
αποδημητικές θεωρίες που απονομιμοποιούν κάθε λόγο για ελπίδα, αναζήτηση
νοηματοδότηση της ζωής, δυνατότητες ανθρώπινης απελευθέρωσης κοκ., και ειδικά
εκείνες που ακυρώνουν ντε φακτο διά
επεξεργασμένων η μη θεωρητικών διαδικασιών την χριστιανική παράδοση.
[14] Σαμουέλ Κόβια, Ο Χριστός μας καλεί να γίνουμε κοινότητες συμφιλίωσης και θεραπείας,
Συνέδριο του ΠΣΕ για την Ιεραποστολή και τον Ευαγγελισμό, Εναρκτήρια Σχόλια,
Αθήνα, Ελλάδα, 9-16 Μαΐου 2005, Έγγραφο Αρ. 2.
[15] Στο πρώτο κεφάλαιο θα μιλήσουμε
αναλυτικότερα για το ζήτημα μίας «γεωγραφία της ιεραποστολής». Βλ.
Alan Richard Tippet, Introduction to
Missiology, Willian Carey Library, 1987, σσ. 244- 251
[16] Αυτός ο όρος είναι καρπός της
ευέλικτης έννοιας της παγκοσμιοποίησης, ως εκείνη που τείνει να καθορίζει τη
σημερινή πλανητική κατάσταση. Υποδεικνύει πως σήμερα, και ειδικά από τη Μεγάλη
Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008, βρισκόμαστε σε κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό
και γεω-στρατηγικό επίπεδο σε μία μεταβατική περίοδο της ίδιας της
παγκοσμιοποίησης, που σηματοδοτείται από την μονοπολική του ισχύ στα χέρια των
Η.Π.Α σε έναν πολυπολικό κόσμο στον οποίο δεν υφίσταται μία μοναδική οργανώτρια
υπερδύναμη. Φυσικά αυτό το πλανητικό και γεωπολιτικό σενάριο θα έχει πολλές και
πολύπλευρες συνέπειες στο προσεχές μέλλον. Βλ. Παναγιώτης Κονδύλης. Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο,
Θεμέλιο, 1992.
[17] Βλ. Χρίστος Τσιρώνης, Παγκοσμιοποίηση: Εννοιολογική σημασία και κοινωνική
αμφιταλάντευση. Οι κοινωνικές προκλήσεις για τις ευρωπαϊκές εκκλησίες, στη
Βιβλική Θεολογία της Απελευθέρωσης, Πατερική Θεολογία και Αμφισημίες της
Νεωτερικότητας σε Ορθόδοξη Οικουμενική Προοπτική, (Εποπτεία ύλης-συντονισμός Π.
Καλαϊτζίδης), Εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2012, σσ, 169-170.
[18] Ματθ, 28, 19
[19] Α’ Κορ. 9, 16
[20].Ανέστης Κεσελόπουλος, Βλ. «Θεολογία
του προσώπου και προσωποκεντρική ποιμαντική», στο Προτάσεις Ποιμαντικής Θεολογίας. Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη,
2003, σσ. 189-214.
[21] Ιω 17,21.
[22] Θανάση Π. Παπαθανασίου. Η Εκκλησία στον κόσμο, ο. π., σσ.72-73.
No hay comentarios:
Publicar un comentario