7/14/2023

 Η ΕΛΑΦΡΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑΣ

 

Μετά από μερικούς αιώνες προοδευτικής εκκοσμίκευσης, ταχύτατης προσαρμογής των περισσότερων ανθρώπων στη ορθολογιστική ατζέντα του Διαφωτισμού, και θριαμβευτικής κυριαρχίας της κοσμικότητας επί της υπερβατικότητας, ο άνθρωπος, που ποτέ δεν του ήταν εφικτό να παραμελήσει με απόλυτο τρόπο το ενδιαφέρον του για την υπερβατική διέξοδο και την δυνατότητα μίας αυθεντικής υπέρβασης, βρίσκεται τώρα σε μία εποχή κατάμεστη από πνευματικές, θρησκευτικές και σοφιολογικές ατραπούς. Και η πληθώρα τέτοιων πνευματικών επι-λογών δεν είναι ούτε σύμπτωμα της ανατροπής ή της υποχώρησης των εκκοσμικευτικών διαδικασιών, ούτε σύμπτωμα μίας επαναφοράς η αναζωογόνησης του ‘ιερού’. Είναι μία κατάσταση που ταιριάζει απολύτως με την εποχή της μαζικής δημοκρατίας.

Έτσι, ζούμε σήμερα σε μία εποχή εκθετικού πλουραλισμού ιδεολογικών και πνευματικών επιλογών, ακριβώς διότι η ιστορική διαδικασία της εκκοσμίκευσης, που ξεκίνησε στην καρδιά της νεότερης Ευρώπης και στην καρδιά του ήδη ραγισμένου και διχασμένου κόσμου του ευρωπαϊκού Χριστιανισμού, εκπλήρωσε την αποστολή της σε πλανητικό επίπεδο, μαζί με άλλες συναφείς ιστορικές διαδικασίες που και αυτές, με τη σειρά τους,  ξεκίνησαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο και εξ ίσου προσλάμβαναν πλανητική διάσταση.

Ωστόσο, η εκπλήρωση της εκκοσμίκευσης στην ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα και η πλανητική της εξάπλωση προς τα πέντε σημεία της γης έως καταφθάσει στα πέρατα της οικουμένης δεν ήταν μία διαδικασία καθόλου αυτονόητη και ούτε μπορεί να αναχθεί εύκολα στην κρίση της χριστιανικής πίστης, προκαλούμενης ουσιωδώς από τα αλλεπάλληλα ενδοθρηκσευτικά σχήματα της Χριστιανοσύνης με έκβαση στους θρησκευτικά εμφύλιους πολέμους, ούτε μπορεί να καταλογιστεί μονομερώς στην εκατονταετή επίθεση της διαφωτιστικής συνείδησης σε ό,τι αντιπροσώπευσε αυθεντία και τις συνέπειές της στους δύο αιώνες που μόλις αφήσαμε πίσω.

Εδώ θα στηρίζουμε ότι το κίνημα της ‘ενσυνειδητότητας’ συνιστά μία πρακτική διαλογισμού που εκφράζει συνεκδοχικά την νέα καπιταλιστική πνευματικότητα. Αλλά όχι μόνο. Τα βασικά του γνωρίσματα δεν είναι καθόλου κρυμμένες ούτε αποκεκαλυμμένες: τα βρίσκει κανείς συνθηματικά και με περίσσεια ειλικρίνεια σε όλα τα εργαστήριά του, τα βιβλία και τους χώρους που συνδέονται με αυτό το πνευματικό μόρφωμα –συμπεριλαμβανόμενων και πολυτελών ξενοδοχείων. Φετιχισμός του παρόντος, αποθέωσης της ζώσας στιγμής, εξάλειψη της ιστορικής μνήμης και εναντίωση σε κάθε μορφή της ουτοπικής φαντασίας.

Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για μία πνευματικότητα κομμένη και επεξεργασμένη από την αγορά των πνευματικοτήτων της σύγχρονης εποχής στα μέτρα της ιδίας της αγοράς. Και δίχως ίχνος παραδοξότητας, αλλά με όλο το βάθος της ιστορικής ανάλυσης της καπιταλιστικής δυναμικής, ο τελευταίος ορίζοντας της πνευματικότητας στην ανθρώπινη ιστορία είναι ακριβώς η αγορά.

Με αυτή την έννοια πρόκειται και για μία πνευματικότητα κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της κυρίαρχης πολιτικής κουλτούρας του αμερικανικού φιλελευθερισμού, δηλαδή της μεριτοκρατικής ιδεολογίας της μεσαίας τάξης, της ωφελιμιστικής ηθικής  που ενσαρκώνεται στον πλουραλισμό των ομάδων συμφερόντων, και της ατομοκεντρικής νοοτροπίας περί της μοίρας του καθενός μέσα στην κοινωνία. Ο κανόνας διαβίωσης –η μάλλον επιβίωσης- αυτής της πολιτικής κουλτούρας  αφήνεται στο πανδωρικό  ανεμοστρόβιλο των ελεύθερων ατομικών βουλήσεων, σύμφωνα με τον οποίο ο καθένας μπορεί να τα βρει μόνος του με την ζωή και στην ζωή· αρκεί να το θελήσει «πραγματικά», αναμετρούμενος με τα ψυχολογικά κατεστημένα της ευημερίας και της επιτυχίας, αρκεί να σκληραγωγείται εις πείσμονα της «σκληρής πραγματικότητας», αναλογιζόμενος αυτή τη φορά και με τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της ελεύθερης αγοράς.

Η πνευματικότητα mindfulness έχει αναδειχθεί όχι μόνο ως πνευματικό περιτύλιγμα του επιχειρηματικού καπιταλισμού, αλλά και ως μια νέα ψυχοθεραπευτική θρησκεία του «εγώ», που ‘απελευθερώνει’ τον άνθρωπο από τα βεβαρημένο πολιτικό φορτίο της δημόσιας σφαίρας και μίας ενδεχόμενης πολιτικοποίησης σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Πρόκειται για ένα νέο είδος «επανάστασης», που δεν συνδράμει με τις πλατείες και τις κινηματικές πορείες, ούτε συναγωνίζεται με τους συνηθισμένους ή απροσδόκητους κοινωνικούς αγώνες, τις πολιτικές διαμαρτυρίες ή τις ειρηνικές διαδηλώσεις που διεκδικούν τα δίκαια και πολεμούν ενάντια στα άδικα, αλλά για μία επανάσταση που υποτίθεται συμβαίνει μέσα στο εγκεφαλικό σύστημα των εξατομικευμένων ατόμων: η λεγόμενη -και χιλιοειπωμένη φρασούλα- «επανάστασης της συνείδησης» είναι το συνθηματικό της επανάστασης αυτής. Ταιριαστοί για κάθε είδους αναχωρούντα την δημόσια πλατεία και την πολιτικότητα της ανθρώπινης υπόστασης: την πολιτική δηλαδή με την ευρεία έννοια του όρου.

Ωστόσο, δεν πρόκειται προφανώς για επανάσταση της συνείδησης, έχει να κάνει περισσότερο με μία εργαστηριακή «διακλάδωση» των εγκεφαλικών διεργασιών ούτως ώστε να καθιστά το ανθρώπινο σώμα πιο ευπροσάρμοστο κι ευέλικτο στις αντιξοότητες που μας προετοιμάζει σε παγκόσμια κλίμακα η καπιταλιστική δυναμική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Ένα βασικό μήνυμα αυτού του ρευστού μορφώματος είναι το γεγονός ότι δεν δίνουμε την πρέπουσα προσοχή στην παρούσα στιγμή -ότι χανόμαστε με πολλαπλούς λογισμούς και περιπλανήσεις μέσα από το νου – και αυτή η «κατάσταση» είναι η αιτία της δυσαρέσκειας και της δυσβάσταχτης μας αγωνίας μέσα στον κόσμο. Αυτό το μάντρα δεν θα μπορούσε να είναι πιο χαζοχαρούμενο και ανούσιο, ακριβώς διότι προσπαθεί να τα βάλει με μεγάλες ιδέες, με τεράστιες ανθρώπινες υποθέσεις μέσω μίας τεχνικής του δεκαπεντάλεπτου. Με πολλά τέτοια μηνυματάκια έχει πλεχτεί αυτό το ψευδο-ευαγγέλιο της εύκολης ευτυχίας ή της εύκολης χαλαρότητας-,  τα οποία μηρυκάζουν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας για να τα χωνεύσει ο «μέσος άνθρωπος» της παγκόσμιας μεσαίας τάξης και να βγει πάλι κερδισμένο το απρόσωπο σύστημα που εναντιώνει και απαξιώνει την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του ίδιου του ανθρώπου.

Προφανώς, για αυτή την «πνευματική οδός», το άγχος και η κοινωνική ταλαιπωρία που μαστίζει ανελέητα τους ανθρώπους όλων των κοινωνιών, δεν οφείλονται στις τεράστιες ανισότητες της πλανητικής πολιτικής και της παγκόσμιας οικονομίας, δεν σχετίζονται με τις ληστρικές επιχειρηματικές πρακτικές ή με την πολιτική διαφθορά, αλλά το «μυστικό» αίτιο έγκειται στην  κρίση που έχει υποστεί το κεφάλι μας, και το επιφανέστερο σύμπτωμα μίας τέτοιας κρίσης είναι το λεγόμενο «νόσο της πολλής σκέψης».

Για την πνευματική αυτή οδός, το καπιταλιστικό σύστημα με τον τρόπο που λειτουργεί δεν αντιπροσωπεύει κανένα πρόβλημα για την αξιοπρέπεια, την ελευθερία και την ευτυχία των ανθρώπων. Είναι ακίνδυνος και όχι μόνον, έχει και ‘διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα’. Αντιθέτως, το πρόβλημα έγκειται στην αδυναμία των ατόμων να γνωρίζουν και να αντέχουν σε μια επισφαλή και αβέβαιη οικονομία. Μόνο που ο κόσμος στον οποίο αναφέρεται ζει επί δεκαετίες σε ένα μόνιμο καθεστώς γενικευμένης επισφάλειας και αβεβαιότητας που δεν φαίνεται να ανατραπεί, και μέσα στο οποίο εισέρχονται μαζικά περισσότερους ανθρώπους, κοινωνικές ομάδες και ολόκληρες κοινωνίες.

Η ενσυνειδητότητα, η θετική ψυχολογία, η «θεολογία» της ευημερίας και η βιομηχανία της ευτυχίας μοιράζονται έναν κοινό πυρήνα όσον αφορά στην από-πολυτικοποίηση του ιδιωτικού στρες. Η πανταχού παρούσα ατομικιστική ρητορική του άγχους -με το πολιτιστικό μήνυμα ότι το άγχος είναι ένα γεγονός – καθιστά το μήνυμα διαβλητός.

Κατά τους απολογητές της ενσυνειδητότητας, το άγχος συνιστά μια επιζήμια επιρροή που καταστρέφει τα ανθρώπινο μυαλό και την οικολογική ισορροπία του πλανήτη μας. Επομένως, εξαρτάται από μας, από τον καθένα μας, να βρισκόμαστε σε μίαν "διαρκή και σωστή κατάσταση προσοχής" και "να είμαστε ενσυνείδητοι". Πρόκειται για μία δελεαστική πρόταση όπου την μισή αλήθεια μίας «δεδομένης αιτιολογίας» συνδυάζεται  με την μισή αλήθεια μίας «υποσχόμενης λύσης». Δελεαστική διότι σε μία εποχή όπου η ψυχολογικοποίηση και η ιατρικοποίηση των κοινωνικών συμπεριφορών απολαμβάνουν ευρείας αποδοχής , η κοινωνική προδιάθεση να εκληφθεί το άγχος, η νευρικότητα, κλπ. ως «φυσικές» επιδημίες της «ψυχικής μηχανής» ή του «ψυχοσωματικού ενδιαιτήματος» μας καταδικάζει σε μία μοιρολατρική αντίληψη των κοινωνικών προβλημάτων.

Μέσα σε αυτή την αντίληψη που καλλιεργεί την ιδέα ότι το άγχος είναι παντού, παρόντα σε κάθε άτομο, λες και είναι ο αέρας που αναπνέουμε καθημερινά, μας συμβουλεύον ότι πρέπει να πάρουμε την δική μας ευθύνη, εφαρμόζοντας στρατηγικές διαχείρισης και ελέγχου του καθημερινού στρες, και να συμμορφωθούμε με τις επιστημονικές επιταγές της «εγκεφαλικής ευπλαστότητας» και της «κοινωνικής προσαρμοστικότητας». Κατά τα άλλα, τέτοια προσαρμοστικότητα και ευμεταβλητότητα μπορούν να συνάδουν αρμονικά με την πορεία του συστήματος, εφόσον γινόμαστε πιο ανθεκτικοί και λιγότεροι ‘τρώσιμοι’ στην αναμέτρησή μας με τα απρόσωπα συστήματα που σήμερα κυριαρχούν και κυριεύουν την κοινωνία μας.  

Το πνευματώδες μήνυμα αυτού του κινήματος είναι «ζει το παρόν». Για τους θιασώτες του, οι κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές εξαρτώνται από τη φαντασία της μετατροπής των αποσπασματικών μαζών να ακολουθούν αυτή τη συμβουλή και να ζουν «συνειδητά». Ο φετιχισμός της στιγμής που προτείνει είναι άλλος τρόπος αποξένωσης που ταιριάζει στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας, πόσο μάλλον όταν το κοινωνικό υποκείμενο της πνευματικής ατμοσφαίρας αυτής βρίσκεται σε μία τάση κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής αποσύνθεσης εξαιτίας της συστημικής κρίσης του κράτους ευημερίας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.  

Ο παροντισμός αυτής της πνευματικής μόδας που παρουσιάζεται σαν ένα θεραπευτικό αναλγητικό για όλα τα προβλήματά μας, καθιστώντας την παρούσα ατομική κατάσταση πιο υποφερτή ακολουθεί την τακτική του στρουθοκαμήλου: μας καλεί  όχι στη λύση του οποιουδήποτε προβλήματος, αλλά στο να θάψουμε τη συνείδησή μας στην αμμουδιά μίας  συστηματικής αδιαφορίας και εκλεπτυσμένης κατανάλωσης. Αρκεί να ζήσουμε ‘καθαρά’ την κάθε ‘παρούσα στιγμή’, απαλλαγμένοι από οτιδήποτε μάς «σκοτεινιάζει το μυαλό» από το παρελθόν ή από το παρόν και οτιδήποτε μας φοβίζει ή μας απειλεί από το μέλλον. Διαχείριση της κοινωνικής καταστροφής και της προσωπικής κρίσης «εντός των τειχών», με ανοσοποιητικά αντηχητικά και το κομφόρ μίας υπερχρεοκοπημένης παγκόσμιας κοινωνικής τάξης. Κατά τα άλλα, όλα καλά!

Η επανάσταση της ενσυνειδήτοτητας παρέχει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει κανείς αδιάλειπτα τα προβλήματα της κοινωνίας, καταφεύγοντας στην φευγαλέα ευθραυστότητα και τη υποτιθέμενη σημαντικότητα της παρούσας στιγμής. Το νέο αυτό αφήγημα δεν μάς αφήνει περιθώριο για μία πραγματική επίγνωση της κρίσιμης κατάστασης που ζούμε σήμερα. Αντιθέτως υποχωρώ σε έναν ναρκωμένο οπτιμισμό και μίαν κοινωνική παθητικότητα που καθίσταται επικίνδυνη για τον ίδιο τον άνθρωπο, και εντελώς άχρηστη, για μία δημοκρατική κοινωνία –για μία κοινωνία που οφείλει να είναι επί της ουσίας δημοκρατική.

 

14.07.2023

Θεσσαλονίκη

10/08/2020

 

ΠΑΥΛΟ ΜΟΥ, ΝΙΚΗΣΑΜΕ. ΔΙΚΑΙΩΘΗΚΑΜΕ!

Αυτές τις τέσσερις λέξεις, πιο αυθεντικά δεν θα μπορούσαμε να τις ακούσαμε παρά μόνον από τα χείλια της κ. Μάγδας Φύσσα. Σε αυτό το τετράλεξο, διασταυρώθηκαν τα πιο σημαντικά συναισθήματα μίας μάνας για τον χαμένο γιο της, με τα πιο σημαντικά αιτήματα μίας κοινωνίας που θέλει να ζει αξιοπρεπώς. Η φωνή της ακούστηκε όχι μόνο στην πατρίδα της Αντιγόνης, αλλά σε όλη την υφήλιο. Η ανθρωπότητα, παρά τις πολλές δυσκολίες και αδικίες με τις οποίες μάχεται καθημερινά, παρά τους πολλούς αοράτους και ορατούς εχθρούς που καλείται να αντιμετωπίζει, δεν πρέπει να ξεχνά ποτέ πως ο φασισμός -και ο ναζισμός- είναι πιο ολέθριο και φρικώδες από οποιαδήποτε ιική επιδημία, πρόκειται για φονικό τερατούργημα των ανθρώπων, ιστορικά καταδικασμένο από τη συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας. Η θέση αυτού του τέρατος είναι στο σκουπιδοτενεκές της Ιστορίας, όχι μέσα σε μία χώρα που έχει μπροστά της μεγάλα ζητήματα να λύσει, και υψηλά όνειρα να εκπλρώσει.

Και ταπεινά θα λέγαμε κάποια λόγια για τη φωνή μίας μητέρας που πάλεψε με τόσο σθένος για να δικαιωθεί ο γιο της, και φυσικά, ολίγα και περιττά απέναντι σε όλο αυτό το φρικτό γεγονός που η ίδια έζησε και ζει. Είναι αδύνατον, όμως, να μεταφράσουμε αυτές τις λέξεις όπως έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής μίας μητέρας που έχασε το γιο της, και τον έχασε άδικα επειδή ‘κάποιοι’ αποφάσισαν ότι δεν είχε μέρος σε αυτή την κοινωνία, στην δική του πατρίδα. Με τρόπο απερίφραστο και ανείπωτη υπομονή βρέθηκε ως μάνα στην πρώτη γραμμή ενός προσωπικού και ιστορικού δράματος που έκλεισε θριαμβευτικά στο δικαστικό αγώνα σήμερα.

Πρώτα, το όνομα του Παύλου του δολοφονημένου, στο οποίο αντανακλούν τα ονόματα όλων των δολοφονηθέντων από τον κάθε φασίστα και από τον κάθε φονιά που πατάει πάνω στο κεφάλι μίας ανθρώπινης ζωής. Δεύτερον, το κτητικό μου ως φωνής μίας ηρωίδας που έγινε η διεκδικούσα φωνή όλων των Ελληνίδων μητέρων –και όλων των Ελλήνων-, μίας γυναίκας που επί επτά χρόνια σήκωσε σθεναρά το βάρος μίας οικογενειακής και εθνικής τραγωδίας: η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και η μετωπική της μάχη ενάντια στο πιο ειδεχθές κεφάλαιο της πολιτικής ζωής της Μεταπολίτευσης. Τρίτον, η νίκη -και η δικαιοσύνη: η νίκη της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας που είναι ο σκοπός της κάθε μάχης έναντι των φονιάδων και των εχθρών της ελευθερίας· ακριβώς για να νικήσει η δικαιοσύνη επί της αδικίας και να μην στραγγαλιστεί αμαχητί η ελευθερία. Τέταρτον, Δικαιωθήκαμε!: ένα ισχυρό εμείς που αντιλαλεί η ραγισμένη φωνή του εσύ –τα κατάφερες!-, στα βάθη της καρδιάς της· μία βοή προς τον ουρανό που σε εμάς δεν μπορεί παρά να μας προκαλέσει βαθιά συγκίνηση και σιωπή. Η μάνα μιλάει τούτη τη στιγμή με τον γιο του, με υψωμένα τα χέρια της προς τον ουρανό, δακρυσμένα τα μάτια της, και πατώντας με γερά πόδια επί γης, και εμείς… ξανά σιωπή.

Μόνο η Μάγδα Φύσσα, με όλους τους συνανθρώπους που σθεναρά αγωνίστηκαν συμπαρομαρτούντες δίπλα της, και εμπνευστήκαν από αυτή την ηρωίδα, σε έναν αγώνα  υπέρ της δικαιοσύνης και της απόδοσής της απέναντι στο τέρας του φασισμού και του ναζισμού, γνωρίζουν το πραγματικό βάρος, το πλάτος και την υφή ενός «εμείς», το οποίο κάθε μέρα διευρύνεται με πολλαπλούς αγώνες σε μία κοινωνία στην οποία ο φασισμός δεν έχει θέση.

Μόνο μία λέξη πρέπει να βγει από την καρδιά του κάθε πολίτη με δημοκρατική αντίληψη, αίσθηση του δικαίου και κριτική προοπτική, ένα μεγάλο ευχαριστώ σε αυτή την μάνα, και σε όσους στάθηκαν πραγματικά δίπλα της σε αυτό τον αγώνα. Και μόνο μία σκέψη, να συνεχίζουμε εμείς τον ατελεύτητο αυτό αγώνα για μία κοινωνία που δεν αξίζει να βρεθεί κάτω από το σκοτάδι της μιζέριας και της μισανθρωπίας.

8/20/2018


Antítesis


Para quien no se conforma existe el peligro de que se tenga por mejor que los demás y de que utilice su crítica de la sociedad como ideología al servicio de su interés privado. Mientras trata de hacer de su propia existencia una pálida imagen de la existencia recta debiera tener siempre presente esa palidez y saber cuán poco tal imagen representa la vida recta. Pero a esa conciencia se opone en él mismo la fuerza de atracción del espíritu burgués. El que vive distanciado se halla tan implicado como el afanoso; frente a éste no tiene otra ventaja que la conciencia de su implicación y la suerte de la menuda libertad que supone ese tener conocimiento. El distanciamiento del afán es un lujo que el propio afán descarta. Precisamente por eso toda tentativa de sustraerse porta los rasgos de lo negado. La frialdad que se tiene que mostrar no es distinta de la frialdad burguesa. Incluso donde se protesta yace lo universal dominante oculto en el principio monadológico. La observación de Proust de que las fotografías de los abuelos de un duque y de un judío resultan a cierta distancia tan parecidas que nadie piensa ya en una jerarquía de rangos sociales toca un hecho de un orden mucho más general: objetivamente desaparecen tras la unidad de una época todas aquellas diferencias que determinan la suerte e incluso la sustancia moral de la existencia individual. [Reconocemos la decadencia de la cultura, y sin embargo nuestra prosa, cuyo modelo fue la de Jacob Grimm o Bachofen, se asemeja a la industria cultural en giros de los que no sospechamos. Por otra parte hace ya tiempo que no conocemos el latín y el griego como Wolf o Kirchhoff.] Señalamos el encaminamiento de la civilización hacia el analfabetismo y desconocemos cómo escribir cartas o leer un texto de Jean Paul como debió leerse en su tiempo. Nos produce horror el embrutecimiento de la vida, mas la ausencia de toda moral objetivamente vinculante nos arrastra progresivamente a formas de conducta, lenguajes y valoraciones que en la medida de lo humano resultan bárbaras y, aun para el crítico de la buena sociedad, carente de tacto. Con la disolución del liberalismo, el principio propiamente burgués, el de la competencia, no ha quedado superado, sino que de la objetividad del proceso social constituida por los átomos semovientes en choque unos con otros ha pasado en cierto modo a la antropología. El encadenamiento de la vida al proceso de la producción impone a cada cual de forma humillante un aislamiento y una soledad que nos inclinamos a tener por cosa de nuestra independiente elección. Es una vieja nota de la ideología burguesa el que cada individuo se tenga dentro de su interés particular por mejor que todos los demás al tiempo que, como comunidad de todos los clientes, sienta por ellos mayor estima que por sí mismo. Desde la abdicación de la vieja clase burguesa, su supervivencia en el espíritu de los intelectuales —los últimos enemigos de los burgueses— y los últimos burgueses marchan juntos. Al permitirse aún la medicación ante la nuda reproducción de la existencia se comportan como privilegiados; mas al quedarse sólo en la meditación declaran la nulidad de su privilegio. La existencia privada que anhela parecerse a una existencia digna del hombre delata esa nulidad al negarle todo parecido a una realización universal, cosa necesitada hoy más que antes de reflexión independiente. No hay salida de esta trampa. Lo único que responsablemente puede hacerse es prohibirse la utilización ideológica de la propia existencia y, por lo demás, conformarse en lo privado con un comportamiento no aparente ni pretencioso, porque como desde hace tiempo reclama ya no la buena educación, pero si la vergüenza, en el infierno debe dejársele al otro por lo menos el aire para respirar.

Minima moralia, Theodor Adorno

8/08/2017

El proyecto social cubano en tiempos de revolución: introducción a una historia colectiva
Carlos Simón

Mencionar la palabra Cuba hoy implica, con toda probabilidad, en la mente de muchos de nosotros una asociación de palabras, imágenes y acontecimientos tales como Fidel y Raúl, Revolución, resistencia, socialismo o dictadura. Lo cierto es que tal asociación, según el nivel de información, la filiación ideológica y la capacidad de reflexión en torno a la complejidad de la realidad social y política del mundo actual, varía, haciéndose más densa y analítica en algunos casos, o más vacía y endeble en otros casos. Tal asociación de palabras e imágenes, y la consiguiente inscripción en una narrativa relativa a lo qué pudiera significar Cuba; es lo que permite a cada uno de nosotros aproximarnos a este significativo proceso que comenzó a mediados del siglo XX y que llamamos Revolución Cubana. Un proceso histórico que, sin dudas, estremeció a la propia nación cubana y que tuvo cierto impacto en el resto del mundo. Impacto que conocemos bien con la presencia de Fidel Castro en el escenario de la política latinoamericana y mundial, que recordamos con temor y con temblor con la Crisis de Octubre, que nos hace preguntar por la resistencia de este proyecto político a pesar de la caída del muro de Berlín y la imposición por más de medio siglo del embargo norteamericano a la Isla, donde no se puede obliterar el envío continuo de millares de médicos y maestros a las naciones del Tercer Mundo, y del cual también recién supimos de la visita de Barack Obama con el objetivo de descongelar las relaciones entre Cuba y Estados Unidos, y desde luego sobre la reciente muerte de Fidel Castro, el líder de la Revolución Cubana. 

Pero más allá de las imágenes y los símbolos, las palabras y las cosas que en general podemos articular para hacernos una idea de la Revolución Cubana, aquello que pervive es la memoria de los que murieron y de los que vivieron en este proceso. La historia de sus mártires enterrados y sus mártires vivos, aquellos que fueron y son testigos oculares de una historia que narra la gesta de un pueblo que refundó su historia partiendo de la negación de un pasado ominoso y la afirmación de un futuro diferente, partiendo de un cambio revolucionario total.  Aquello que también persiste es la esperanza de millones de hombres y mujeres, la esperanza que durante largo tiempo fue depositada en el seno de la Revolución Cubana cuando la fuerza de los símbolos era aun tan vívida que no había margen para la desconfianza, cuando la fuerza de la palabra encontraba su resonancia en las cosas mismas que ella enunciaba.

Hace medio siglo atrás existía un proyecto de sociedad que los cubanos intentaron construir nuevamente: una república realmente independiente y soberana, que pudiera realizar a mediano plazo dos objetivos fundamentales: la democracia prometida en la Constitución del 40, los deseos de justicia social de movimientos, grupos de hombres y mujeres que lucharon durante los últimos treinta años de la primera república. Llevamos más de medio siglo en esta inmensa y dramática historia colectiva. Unas generaciones les alcanzó de golpe y otras nacieron totalmente dentro de ella: así hablamos entonces cuando de revolución y generación se trata; que es hablar de algo más que una periodización historiográfica a la luz de la demografía. Revolución y generación constituyen dos nociones en la inteligencia cubana que articula la mayoría de las veces una relación histórica muy peculiar, la cual intenta develar un drama colectivo en que pasado y presente resulta una lucha permanente de realización y síntesis; un conflicto abierto por las preguntas incontestadas y las respuestas adventicias.
En cuanto al período postrevolucionario la relación entre revolución y generación se vuelve más intensa: es el drama de los sobrevivientes y los advenedizos, los que lucharon y los que no “lucharon”, de la antítesis entre el capitalismo retrógrado y el socialismo victorioso, de la contraposición cronológica entre revolución triunfante y república mediatizada, lealtades y gratitudes, temores y sueños, memoria y utopía. Se trata de una relación o de un conjunto de relaciones que rebasa la ecuación compleja que se teje entre lo cuantitativo (las generaciones de hombres y mujeres que se sumarían a la nueva historia) y lo cualitativo (los procesos revolucionarios que  acontecieron). Más bien se trata de una creación histórica que se articula entre el imaginario colectivo producido en la Revolución Cubana y las dinámicas intergeneracionales plasmadas en las múltiples relaciones que se trenzaron en el cuerpo social.
La Revolución Cubana también trata de un proyecto nacido de luchas contra las tiranías, los imperios coloniales, las empresas recolonizadoras y la miseria de la política republicana. De este modo al cabo de dos años y cuatro meses -1961- de la llegada de los rebeldes a La Habana se proclamó el carácter socialista de la revolución cubana frente a una plaza llena de cubanos que sin dudas se entusiasmaron con la idea y comprendieron en el acto que la Historia los había puesto en el camino correcto. Correcto, pero difícil. Porque era un socialismo periférico, subdesarrollado, satelital y postcolonial que se acuñó desde sus inicios en tanto fruto de una revolución política como un proceso de emancipación en el cual se intentaría resueltamente cumplimentar los ideales más caros del proyecto de nación que desde Martí aparecían como límites del pensar la nación emancipada en el imaginario político de la sociedad cubana: independencia política, desarrollo económico y justicia social. Entre las realidades concretas y los futuros posibles pero inaplazables había un largo trecho, que debía ser colmado con los hombres y mujeres que formaban parte del proyecto, con sus sueños y sus sacrificios.
El proceso socio-político de la Revolución Cubana ya marca sobre la piel y el suelo de la nuestra nación las huellas de medio siglo de experiencias vividas bajo un proyecto de sociedad de intención socialista. Un proyecto que se desmarca de la anterior historia republicana y de los cuatrocientos años de colonia en tanto fue articulado sobre la base de un movimiento social revolucionario cuya meta fundamental se concentraba inicialmente en acabar con la tiranía batistiana y satisfacer las demandas de justicia social y democracia que precisaba una gran parte del pueblo cubano liderados por casi una veintena de organizaciones revolucionarias.
Evidentemente, un proyecto como este tiene una constitución política basada en una combinación de principios que lo animan y prácticas que lo materializan. Los conceptos más caros para cada cubano que le tocó vivir y nacer bajo este proyecto son tres: Patria, Revolución y Socialismo. Aquí renace el Logos de la Nación, su Ley, su Historia y su Meta a partir del Triunfo Revolucionario. Todo delirio y entusiasmo tuvo que renacer con estas caras palabras, convertidas en conjuros, consignas, imágenes: símbolos máximos en el orden de lo que se dice y de lo que se puede hacer. Esta combinación sintáctica convertida en plataforma ideológica se desplegó en un inicio con la ampliación del poder político en la base social, a partir de un conjunto de acciones que fueron asumidas por derecho propio, en el contexto de una nación con patria soberana y de un socialismo comprometido con las causas del Tercer Mundo.
Pero donde hay luz, ciertamente hay sombras. También hubo una ruptura del poder revolucionario. La lógica de fragmentación y exclusión – que no es otra que la de la concentración del poder social de la mayoría en las manos y las mentes de una minoría- dio al traste con la fuerza primigenia de la revolución social. Es decir, se efectuó una drástica concentración del capital social y la consiguiente desvirtuación y deformación en manos de una tecno-burocracia emergente, frente una praxis social reconducida al cumplimiento de tareas casi siempre asignadas verticalmente.
La figura apasionada y polémica del héroe revolucionario fue vencida por la serenidad del funcionario y la intransigencia del “cuadro” comunista. Esto se explica en el pasaje que va desde una revolución triunfadora, en la que se había otorgado por derecho propio una zona amplia para definir y ejercer el poder revolucionario en la sociedad, hacia una escisión entre un Estado cada vez más burocratizado, centralizado y verticalista frente a una sociedad cada vez más inmunizada por la ideología del Estado y despojada de capacidad crítica y de acción autónoma.
El modelo sociedad cubana que hoy se actualiza en nuestra sociedad es estatista, con dinámicas residuales y emergentes del socialismo democrático, pero también capas emergentes de sentidos y valores que provienen de las dinámicas neoliberales. Muchos intelectuales de izquierda, desde una determinada posición crítica, fundamentan que el socialismo cubano, como los socialismos real o trágicamente existentes en el siglo XX, es un socialismo de Estado. Lo que equivale a decir, un régimen con modos de producción, distribución y consumo similares al capitalismo de Estado, cuya dirección central se encuentra en el Partido Comunista vinculado a un Estado centralista y burocrático.
Lo cierto es que el pasaje que hoy atraviesa la sociedad cubana avizora un paisaje colmado de incertidumbres donde las memorias de la Revolución Cubana se hacen más borrosas y las expectativas se convierten automáticamente en dilemas que solo una amplia politización de la sociedad en sentido democrático sería capaz de resolver.
¿Qué es revolución? ¿Hacia dónde va Cuba? ¿Qué hay de su futuro inmediato? Preguntas difíciles pero inevitables que no solo conciernen a Cuba sino a todas nuestras sociedades. Muchas gracias por su atención. 
Migración, diversidad cultural y globalización
Carlos Simón Forcade

Tema: Migración, diversidad cultural y globalización.


Resumen: En esta ponencia pretendemos hacer un “análisis mínimo” del fenómeno de la migración y su específica relación con los procesos culturales y sociales que se articulan en la época de la globalización. Este análisis supone  como punto de partida el reconocimiento de la relación estrecha y conflictiva entre los procesos migratorios, los fenómenos culturales y las dinámicas propias de la globalización en el mundo actual. Los procesos migratorios son enmarcados en un espacio cultural por definición problemático, donde los múltiples sujetos que son afectados por tales procesos se ven llamados a redefinir en condiciones de diversa índole sus identidades y su relación con sus comunidades de origen y de destino. Estos procesos migratorios y culturales se efectúan justamente en un período histórico el cual se reconoce a sí mismo como una época donde la globalización ha generado un proceso histórico inevitable que afecta la vida de todas las naciones, culturas y seres humanos. Se trata de un período de gran envergadura, especialmente en cuanto al fenómeno de la migración, hasta tal punto que para muchos teóricos de las ciencias sociales constituye el fenómeno característico por excelencia de nuestra época. Y, sin dudas, es un periodo marcado por la centralidad de los procesos y fenómenos culturales a nivel global. Hoy más que nunca la cultura constituye el lugar por excelencia en el que se discuten los espacios ideológicos, territoriales y afectivos que constantemente generan nuestras sociedades. 





En realidad el inmigrante no es el residente que resulta ser extranjero de origen, sino el sujeto que es considerado diferente, que se percibe a sí mismo como diferente, y que de cualquier modo permanecerá diferente.
Apuntes sobre la “cuestión migratoria”. Guy Debord

Quisiera comenzar diciendo que la migración no solo es un fenómeno social de alcance global que ha marcado la historia de la humanidad desde su origen. Es también un fenómeno crucial que moviliza la mayoría de los procesos sociales de nuestro tiempo. En este sentido es una característica intrínseca de las sociedades humanas, que ha precisado de consecuentes redefiniciones, especialmente en los tiempos de la modernidad y la globalización. Al mismo tiempo un fenómeno que es digno de ser estudiado desde las múltiples perspectivas epistemológicas que hoy nos ofrecen las ciencias sociales. En los últimos cuatrocientos años, la migración como fenómeno de desplazamiento provisional o definitivo de los sujetos en y a través de los espacios nacionales, ha adquirido una importancia relevante en los análisis de las ciencias sociales, en los medios masivos de comunicación y en la percepción que los seres humanos tienen de sí mismos y de sus sociedades. Es también un proceso social cuya complejidad nos permite leer e interpretar en buena medida el vasto tejido de las sociedades actuales.
Sería imposible hoy comprender lo que ocurre en las fronteras de cada nación, en las grandes ciudades del planeta, cómo los cambios demográficos afectan la relación entre zonas rurales y urbanas en cada país, la complejidad de los conflictos que actualmente se desatan en la comunidad europea entre las fuerzas políticas que reivindican la ideología nacionalista y proteccionista frente a aquellas que postulan una visión multicultural, transnacional y liberal, sin  tener en cuenta la importancia central del fenómeno de las migraciones.
Los procesos de secularización, industrialización, modernización uy urbanización en tanto procesos característicos y directrices de la modernidad occidental, junto a los procesos de transnacionalización de la economía y los valores culturales que promueve la globalización constituyen los pilares que han permitido que los procesos migratorios alcancen una dimensión global y problemática tal como se presenta hoy dia.  
El vínculo fundamental entre los procesos migratorios y los procesos culturales en la sociedad contemporánea radica en que los desplazamientos migratorios de diversa índole y la forma en que los sujetos de tales desplazamientos luchan por la reconstrucción de la identidad y el reconocimiento de la diferencia cultural se articula básicamente en los medios masivos electrónicos. 
En este caso, las imágenes, guiones, modelos y narraciones (tanto reales como ficticios) que provienen de los medias masivos de comunicación son lo que establece la diferencia entre la migración en la actualidad y en el pasado. Aquellos que quieren irse, aquellos que ya lo han hecho, aquellos que desean volver, así como también, por último, aquellos que escogen quedarse, rara vez formulan sus planes fuera de la esfera de la radio o la televisión, los casetes o los videos, la prensa escrita o el teléfono. Para los emigrantes, tanto la política de la adaptación a sus nuevas medias sociales como el estímulo a quedarse o volver son profundamente afectados por un imaginario sostenido por los medias masivos de comunicación, que con frecuencia trasciende el territorio nacional.
En este sentido, se entiende en este marco la cultura como un espacio dinámico de producción de sentido y de valores donde los sujetos trabajan con la fuerza de la imaginación para articular demandas y prácticas que les permiten la supervivencia social en términos de cómo pueden rememorar su pasado y cómo puede proyectarse hacia el futuro. La cultura, generalmente se comprende como un patrimonio de creaciones que han sido legitimadas por la fuerza del tiempo o como un conjunto de características que definen a un grupo social determinado. Aquí entendemos la cultura más en una perspectiva dialéctica donde en vez de permanecer como sustantivo se convierte en verbo. Es decir, constituye un punto de apoyo para la acción. La cultura no es principalmente un almacén de valores tangibles e intangibles, es la capacidad de los sujetos de producir significaciones que doten de sentido sus propoios mundos de vida. Como diría Merab Mamarsdhavili cuando expresaba que la cultura es la capacidad, es el poder de practicar la complejidad y la diversidad. El acento en el verbo practicar, el énfasis en la praxis, es lo más importante, puesto que la cultura no es el saber. Se es culto cuando se es capaz de practicar la complejidad y la diversidad sin necesariamente poder aplicar una idea o un concepto abstracto a la realidad.
La cultura también es un espacio de lucha, es por eso que es un espacio dialéctico donde las identidades culturales nunca son estáticas y donde la batalla por la construcción de la identidad cultural y el reconocimiento de la diferencia pasa necesariamente por los filtros de la ideología, la economía y la política. Como expresa Fredric Jameson, la cultura ocupa hoy un espacio político mucho más central que en cualquier otro momento previo del capitalismo; por otra parte, al tiempo que sugiere una redistribución relativa de la importancia de la ideología en el seno de otras prácticas culturales más influyentes, confirma la idea de que la «lucha discursiva» es el modo fundamental de legitimación y deslegitimación de las ideologías en nuestros tiempos.
En este sentido la imaginación creadora, el trabajo de la imaginación del ser humano, vinculada a lo que se puede producir en el espacio de la cultura, es decir, en el espacio que permite al sujeto conferir sentido incluso a aquello que parece no tenerlo, es lo que quizás permita convertir los espacios migratorios en algo más que “el problema de la nación”, en algo más que “una crisis social” en las sociedades contemporáneas.
El trabajo de la imaginación, la capacidad de diálogo intercultural, la capacidad de traspasar fronteras no para construir campos de concentración de tipo económico o policial, sino para construir redes de solidaridad y lugares antropológicos, en el sentido que lo entiende Marc Augé continúa siendo un presupuesto para pensar la cuestión migratoria.


1/02/2016

La tragedia de la fe: Siete causas por las cuales la fe se agota y muere
San Nicolás Velimirovich


La primera razón por la que experimentamos la pérdida de la fe reside en que nos acostumbramos a este mundo y a la vida tal como transcurre en él. Cuánto más nos parezca nuevo e inusual este mundo, nuestra fe en Dios es más intensa. Pero el día en que este mundo nos parezca meramente lo bastante viejo y lo suficiente común, la fe se extinguirá dentro de nosotros. Cuanto más “vivimos”, tanto más tendemos a acostumbrarnos a la realidad de este mundo. Y cuanto más nos acostumbramos a este mundo, más nos alejamos de la inmensa y sublime impresión que éste nos dejó en el principio de los tiempos. Quien alguna vez escale los Alpes, quedará deslumbrado por la única e inesperada visión de todo cuanto podríamos ver desde sus alturas. Aunque quien haya vivido diez años en los Alpes, no sólo ya no quedaría deslumbrado por el maravilloso espectáculo de la Naturaleza frente a sus ojos, sino que puede experimentar un aburrimiento indecible. El astrónomo que por primera vez aprende sobre el tamaño de los astros y la innúmera multitud de las estrellas, sobre la distancia entre ellos y su flujo ininterrumpido, permanece embriagado por la magia del Universo. Sin embargo, si durante algunos años siempre ve el mismo estelar espectáculo, aun con la ayuda de la tecnología más sofisticada, le parecerá en algún momento todo lo que había visto “algo más de lo mismo”; y de la primera fascinación que había experimentado no habrá quedado ni siquiera la sombra. Hemos visto por mucho tiempo el teatro del mundo, y su maravillosa y rica puesta en escena no puede ya proporcionarnos un nuevo interés hasta el final. Quizás, es mucho tiempo el que hemos vivido, para no empezar a bostezar de aburrimiento. Como de aburrimiento bostezaban los hombres también en la cima de los Alpes, en la bahía de la maravillosa ciudad de Neápolis, o bajo la estrellada bóveda del cielo de la India. Sin embargo, donde reine la sensación de tedio en relación con este mundo, allí la fe en Dios se esfuma. Y allí donde la fe en Dios se ha esfumado, se marcharán juntamente con ella también el profundo deseo que habita en el alma y también la serenidad.

Los que se han acostumbrado a este mundo se parecen a hombres rústicos que acaban de sentarse a la mesa real. Con temor y asombro, pues, estos rústicos seres se han acercado a la mesa real. Ninguno de ellos, ciertamente, duda de la presencia del rey y de la dignidad real de la mesa. Luego se sientan, empiezan a comer y beber; pero al haber comenzado desde los postres y las bebidas, se abruman con brevedad, y pierden de delante de sus ojos tanto al rey como a la dignidad real de la mesa. Comienzan a trincar los alimentos y las bebidas; se empujan, se golpean, hacen volteretas, gritan, riñen entre ellos sobre quien realmente posee la mesa y quien se sienta en el centro y, finalmente, bostezan. La hospitalidad en el palacio real se les ha tornado tediosa. Y entonces comienzan de una a quejarse y a desesperarse, convirtiendo la mesa real en dormitorio, y el dormitorio en establo. Hasta que todo lo que comparece ahora ante sus ojos ha perdido ya su majestad real, y la rusticidad y la vulgaridad comienzan a reinar por todas partes; incluso en los pensamientos, las palabras y las obras de los otros huéspedes. El rey-anfitrión, incólume, observa y ordena volver a llenar con manjares y bebidas la mesa real una y otra vez. El alma magnánima, por su parte, siente la presencia del rey y se avergüenza profundamente de la conducta de sus ignorantes co-huéspedes.

El alma magnánima se siente en medio de este mundo siempre como si estuviese en medio del templo más santo y sagrado. Y, cuanto más tiempo semejante alma se encuentra de pie en medio de este templo, tanto más el templo a su vista no pierde ni una pizca de su sacralidad. Por el contrario, cada vez más su alma percibe la inefable belleza y la terrible majestad del Templo en el cual sus pies descansan.

La segunda causa del debilitamiento y el acabamiento de la fe en nosotros es la sobrecarga del espíritu con múlpiles y pequeños conocimientos, donde simultáneamente falta el saber esencial. Este saber esencial se trata no más que del conocimiento sobre Dios. Los otros saberes, grandes y pequeños, se refieren a las obras de Dios, al hogar de la Naturaleza y a sus componentes. La ingente cantidad de conocimiento producida en nuestra época es mucho mayor que la que pudo existir en cualquier otro momento de la historia. En la época actual los seres humanos corren para adquirir más conocimiento. Sin embargo, respecto a la calidad del saber son pocos aquellos que realmente le prestan atención. En nuestra cabeza se crea un vasto almacén de conocimientos sobre química, física, astronomía, tecnología, sociología, el arte de la danza y de cocina, de música y el flirteo. Muchos cerebros hoy día son simultáneamente como laboratorios químicos enteros y jardines zoológicos y repertorios musicales vivientes. Muchas mentes son realmente enciclopédicas. Sin embargo, por esta misma razón en la mayoría de las cabezas humanas no hay ningún lugar para Dios, para el mayor saber de todos los saberes.

En los tiempos antiguos y más simples los seres humanos no contenían en su espíritu tantos saberes tecnológicos, como los de nuestro tiempo, pero el conocimiento por excelencia estaba siempre vivo y siempre ocupaba una posición central. Y en los tiempos modernos, en las épocas de los desarrollos científicos y técnicos, los hombres de espíritu fuerte no se dejan sobrecargar y abrumar por las inmensas cantidades de saberes que la época le otorga, al tiempo que estos saberes no podían eclipsar este saber esencial.

Para aquellos que comprenden, todos los hechos aparecen con lucidez, y de este modo, a través de todos los eventos son capaces de ver el evento principal en toda la ecumene. Pueden entrever las sutilezas dentro de cada forma que reviste a cada una de las criaturas; perciben así lo esencial y la dinámica fundamental de cada cosa. Nunca los poderosos fueron más poderosos, y nunca los sabios fueron más sabios, como en la época que nos ha tocado vivir. Y por esta misma razón, nunca los débiles fueron más débiles, y los miopes tuvieron más miopía, y los vulgares se hicieron tan vulgares, como en nuestro tiempo. En los magnánimos y en los sabios la fe en Dios continuamente se eleva por encima de todo conocimiento, de todas las circunstancias y de todos los acontecimientos; situándose siempre en torno a ellos cual una atmósfera luminosa que engloba a un cuerpo celeste. A partir de esta atmósfera todos los eventos cobran verdadera vida y movimiento. Sin este ámbito de iluminación todos los eventos se congelan y se cubren con la sombra de la muerte. ¿Tiene la Luna atmósfera? Con certeza, no es todavía conocido, pero si realmente no la tiene, entonces ella representa una imagen de lo que significa el conocimiento sin la fe. Existen en su corteza metales y minerales, elevaciones y cráteres, pero ninguna de estas cosas respira. Es por eso que la luna es atraída por planetas que viven, respiran y viven, como un sarcófago funerario que brilla. Tal es el conocimiento sin fe. Este conocimiento se asemeja a un sarcófago funerario, el cual habita dentro de nosotros. Y cuanto mayor sea nuestro conocimiento, pero sin fe, tanta más densidad de muerte yacerá en nuestra alma. Ciertamente con amplitud y elegancia será revestido este sarcófago de conocimiento, pero siempre tras el signo de la muerte. Pero hay más: Debajo de este sarcófago de muerte, se encuentra de nuevo la fe, aunque reprimida y asfixiada. Ésta, después de una batalla inútil por levantarse y envolver el metálico sarcófago mortuorio del vano conocimiento, con su frescura y vigor; después de todos sus vanos heroicos esfuerzos, se encuentra ella misma de nuevo a la sombra de la muerte. La tragedia es total. Y dentro de la tragedia del alma, yacerá también nuestra propia tragedia, la de nuestra felicidad, nuestra paz y nuestro optimismo.

La tercera razón por la cual sufre y es destruida nuestra fe, se debe a nuestra incesante dedicación a las obras humanas.  El trabajo nos acorta la visión, y nosotros solo detenemos nuestra vista en estas obras y no somos capaces de ver más allá. Observamos las obras logradas por las ciencias, los inmensos logros de la mente humana, hasta el punto que nuestros ojos lagrimean frente a la multitud de estas obras, de modo que luego se vuelven incapaces de ver un horizonte más amplio y luminoso. Vemos las grandes ciudades, obra de nuestras manos; pero las obras de Dios pasan desapercibidas ante nosotros. Nuestra cultura posee en mayor medida el dominio de nuestra visión que la propia naturaleza, una vez que ésta última ha desaparecido prácticamente de la superficie de las ciudades. El ser humano como creador de los artefactos culturales de momento comparece como el único creador en el universo. Los rascacielos ya no nos permiten ver la Casa Amplísima de Dios. Debido al polvo que se levanta en forma de rascacielos en los nichos metropolitanos que el hombre ha creado se nos hizo casi imposible divisar el Cielo. Con frecuencia, en medio de nuestra indolencia, apreciamos más la obra y menos al obrero. Observamos con admiración la majestad de una catedral medieval, al tiempo que observamos desde su altura con desprecio a los propios hombres. Como si fuese la catedral de mucho más valor, y digna de mayor admiración, que aquellos que la construyeron: los seres humanos.

Del mismo modo, solemos admirar a la naturaleza, pero a su creador ni siquiera le recordamos. ¡Cómo si la materia fuese de mayor valor que su creador! O vemos al ser humano quien desempeña su papel en el mundo y lo admiramos mucho más que a Aquél quien lo puso en este lugar del Universo. De este engaño proviene la terrible tragedia de la fe en nuestras almas.

La fe constituye siempre una observación austera del creador sobre su creación y del trabajador sobre su obra. La fe mantiene siempre su valor absoluto frente a todo aquello que los ojos puedan ver, los oídos escuchar y las manos crear. Por esta razón la fe se mantiene en rivalidad con todas las fuerzas del mundo, las cuales quieren dar a algo que es relativo el valor de lo absoluto. La más grande y terrible tragedia de la vida nace allí; donde vencida la fe, ésta muere.

La cuarta causa de la tragedia de la fe que hoy viven muchas personas, y esta la subrayo por su relevancia, constituyen los engaños que perpetran los propios representantes de la fe. Cada persona valora la semilla según el fruto que genera. Si el fruto es amargo, ¿quién pudiese deleitar el fruto? Aquellos que pusieron toda su vida al servicio de la fe deberían ser los mejores frutos que la semilla de la fe pudiese dar.

La fe es la semilla, el ser humano es su huerto de cultivo. Cuando cultivamos las mismas semillas en diferentes huertos, diferentes calidades de frutos cosechamos.

La fe es la semilla, el sacerdote es el ser humano. ¿Cómo la misma semilla en diferentes terrenos traerá diferentes frutos?  Realmente, cada quien espera que el sacerdote que profesa una fe sea el mejor fruto que pueda dar esa fe, y según la calidad del fruto, valora la semilla. No obstante, el mundo entero puede ser burlado por semejante valoración. Puesto que en muchas ocasiones vemos que el sacerdote es el peor fruto que ha podido salir del campo de la fe a la cual sirve. De la misma semilla crece en un campo una flor, y en el otro sólo crece la cizaña. Debe valorarse la semilla según la mejor calidad de fruto que aquella pueda dar. Cuando la mejor semilla cae entre las espinas, las espinas la ahogan. Sólo la buena semilla en buen terreno puede retribuir buenos frutos, en forma centuplicada, según las palabras de Cristo. La fe cristiana, cultivada en buen terreno, da los mejores frutos que puede dar esta fe. Sin embargo, la fe cristiana, fue también esparcida entre espinas y piedras, cerca de la cizaña y en el camino, donde no puede crecer, o si crece, no puede dar fruto, y, si da fruto este es amargo.

La fe cristiana se reveló en grandes hombres y mujeres, titanes de la virtud y del espíritu; sin embargo, se encontró también como injerto malogrado en acres y espinosas plantas. Es como la perla que fue arrojada frente a los seres humanos y los cerdos. Los seres humanos recogieron la perla y la custodiaron con todo su brillo. Los cerdos mezclaron la perla con el maíz, se comieron el maíz, mientras que la perla la pisotearon en el barro y con su hocico la arrojaron como una cosa que no se come. Son tontos aquellos que pisotean la perla dentro del barro. Sin embargo, más tontos son aquellos que viendo la perla delante de los cerdos, manchada por el barro, y creen que se trata de arena, cuando en realidad es una perla. Cada profesión tiene sus Judas. Cada trabajo tiene aquellos que son su vergüenza.

No obstante, no son muchos los que piensan con tal lógica. Muchos son los que ven un sacerdote impío y su fe dentro de ellos muere. Muchos ven un a un confesor que es cínico, y su fe titila, próxima a apagarse, como la llama de la vela delante del viento. Muchos escuchan sobre el comportamiento impío de los altos representantes de la fe cristiana, y la vacilante llama de la fe en sus almas finalmente muere. Y cuando en medio de la batalla con el viento frío a contramarea se extinga la llama, la tragedia de la fe entonces es total.

La quinta causa la constituye la pseudo-ciencia y la pseudo-teología. La pseudo-ciencia construye engaños en contra de la fe, y la pseudo-teología construye engaños en contra de la ciencia. La pseudo-ciencia hace uso de las primitivas y manipulables formas de la fe, y las generaliza como la única forma de fe posible; sobre estas formas ejerce su crítica y su negación. La pseudo-teología, de la misma manera, sólo tiene ojos para los excesos de los descubrimientos y desarrollos científicos, hace una generalización de tales excesos y de nuevo regresa a la negación. 

En el siglo XX se desarrollaron de manera relevantes las ciencias físicas y tecnológicas. Los sabios y sensatos utilizaron tal desarrollo para profundizar y crecer, mientras los imprudentes e insensatos solo para hacer más vulgar y tediosa sus  propias vidas. A causa de este enriquecimiento de la ciencia los sensatos se volvieron más sensatos, y los insensatos más insensatos. Los hombres sabios no ven la verdad partida en dos de manera irreconciliable: una parte en la ciencia, y otra en la fe; sino que perciben la unidad y la armonía entre la ciencia y la fe. Los insensatos disfrutan de las peleas innecesarias con artimañas y subterfugios; haciendo siempre en pequeñas astucias discursivas frente a cualquier exposición lógica. Ellos, producen vanamente méritos sólo para sí mismos en la insensata discusión de si la ciencia se opone a la fe o, por el contrario, de si la fe se opone a la ciencia.

La verdadera fe no se opone nunca a la verdadera ciencia, como tampoco la verdadera ciencia nunca niega la verdadera fe. Sólo las manifestaciones enfermizas de la una y la otra resultan lo exagerado y lo desmedido.  Mi fe en Dios no me impide reconocer la totalidad de la verdadera ciencia de principio a fin. Al contrario, la ciencia, adquiere mayor claridad y exhaustividad, con el impulso de la iluminación y el vigor de la verdadera fe. Que sepáis: cuando un científico, se levanta en contra la fe en el nombre de la ciencia, en realidad se rebela contra las peores formas de la fe en el nombre de la verdadera ciencia. Y cuando un teólogo se rebela contra la ciencia en nombre de la fe, en realidad se levanta contra los excesos y las formas perjudiciales con que se utiliza la ciencia en el nombre de la verdadera fe. La verdadera ciencia, es aquella que se encuentra en perfecta armonía con la verdadera fe. Puesto que los sabios nunca se pelean, es por eso que los sabios se comprenden y se aman. Los míseros de alma, todo el tiempo disputan y se fagocitan entre ellos, e incluso llegan a disfrutar con la disputa por el más insignificante roce. Sin embargo, estas pequeñas disputas y pequeñas fricciones de la pseudo-ciencia y la pseudo-teología son capaces de hacer vacilar muchas almas sencillas de la fe. Y cuando ocurre tal vacilación, sus almas luchan por sobrevivir. A menudo esta batalla termina con la pérdida de la fe. La derrota de la fe, de este modo, marca el triunfo de la oscuridad y el mal dentro de los seres humanos.

La sexta razón, por la cual fe es derrotada, es la injusticia social. El hombre cuando mira la cúpula celeste adornada con luces brillantes, su fe brilla y calienta como una llama. Pero cuando éste observa la injusticia que ejerce un ser humano sobre otro, su fe languidece como la llama del fuego bajo un torrente de lluvia. Algunos movimientos de los trabajadores en el mundo, en su protesta contra el reparto injusto de los bienes y de la riqueza de la tierra, encuentran necesario incluso protestar en contra de la fe. Esta protesta de los trabajadores contra la fe, en cierta medida se justifica. Se justifica en tanto se refiere a las formas distorsionadas de la fe, a aquellas que se ponen al humillante servicio del capitalismo y las cuales apoyan flagrantemente la injusticia económica, a causa de la cual sufren y mueren miles y millones de personas. Sin embargo, esta protesta no sólo es injustificada, sino también resulta una tontería cuando se refiere a la fe en general. Es injustificada porque es injusto y simplista, porque de este modo el mejor amigo es convertido en enemigo. El mejor amigo de los pobres y oprimidos en este mundo es la fe. Si los pobres y oprimidos en este mundo desean emprender una exitosa lucha en contra de sus opresores, deben hacerlo en el nombre y la justicia de Dios. Una cosa se convierte realmente en grande y monumental, cuando Dios es la piedra angular. Invocar el sentido de la fraternidad y de la humanidad en la lucha por la justicia, sin creer en Dios, sólo pueden hacerlo aquellos que han sido engañados o aquellos en los que no existe una correlación entre mente y lenguaje. El no creer que exista una justicia cósmica en el Universo que nos trasciende, y al mismo tiempo demandar justicia terrenal entre los hombres, es como no creer que el sol puede iluminar la tierra y demandarle a una simple piedra que la ilumine.

La injusticia social nos afecta a todos nosotros, nos provoca dolor, nos expone a oscuros pensamientos, corroe nuestro optimismo y nos enturbia nuestra mirada hacia lo Alto. Y sólo un simple pensamiento sobre la injusticia social, bajo la cual una vida humana se encuentra en estado de sufrimiento, puede tener el poder del viento del desierto, frente al cual todo lo vivo se marchita. Frente a este viento desértico que sopla desde la injusticia social, nuestra fe también se marchita. Como la hierba verde que, bajo la guadaña a la hora de la siega, se seca y se ennegrece, así mismo, frente al hecho de la injusticia social. nuestra fe yace en el lecho de muerte y muere.

¿Por qué aquel que trabaja debe morir de hambre? ¿Por qué la vida de la mayoría tiene que ser un prolongado martirio, mientras la vida de una minoría es una celebración prolongada? ¿Por qué sufren los justos? ¿Por qué el sabio es humillado y relegado al ostracismo frente al mediocre y al tonto? ¿Por qué el que hace el bien sólo experimenta ingratitud de los otros? ¿Por qué los humildes tienen que vivir siempre a la sombra de los soberbios? ¿Por qué el pródigo tiene que tener dos casas grandes y majestuosas, mientras al virtuoso se le hace la vida más difícil dentro de los talleres de carpintería de Nazaret y en sus estrechas chozas? ¿Por qué el valeroso es empujado con los codos por los temerosos, cuando su lugar reside en estar al frente? Y, ¿por qué todo esto, si hay un Dios justo?

Bajo el peso de estas preguntas el valor moral de los muchos se desvanece, y, allí donde no hay valor, tampoco desde luego hay fe. Cuando disminuye el valor, la fe declina; cuando el coraje muere, con el muere también la fe. El valor y la fe siempre son enterrados en la misma tumba.

Por último, la séptima causa por la cual la fe declina en nosotros es la felicidad. Sólo las almas grandes y fuertes son capaces de mantener la felicidad con el rostro de cara a Dios. En las almas ignorantes la felicidad es la deidad suprema a la cual adoran. Las almas ignorantes sólo en la felicidad son ateas. Pero en la desdicha nadie se vuelve más devota que éstas mismas almas. Sin embargo, también un alma fuerte en la fe, puede dejarse arrastrar cuando se encuentra en medio de la felicidad. Excelentes personas pueden cambiar tanto con la felicidad que ni siquiera pueden ser reconocidas por sus propios amigos. Una persona que siempre estuvo colmada de alegría, de repente gana mucho dinero con la lotería que acaba de ganar, y así no más se vuelve una persona triste y de mal humor. Una pobre chica se casa con un hombre de noble cuna, y así no más, ésta se vuelve orgullosa y comienza a despreciar a sus antiguas amigas. Un amigo nuestro querido toma un cargo en el poder, y de pronto éste enloquece. Un artista con la fama apenas alcanzada, de repente se convierte en un charlatán.  Realemnte, aquello que en nuestra lengua humana nombramos como felicidad, con mucha frecuencia se convierte en la mayor fuente de desdicha para el ser humano. La felicidad terrenal toma posesión de muchas almas y endurece el corazón de la mayoría. Entonces ¿Puede haber una desdicha mayor que aquello a lo que llamamos "felicidad"? Debemos tener valor en la hora que la felicidad nos viene, al igual que la tenemos en medio de las dificultades. Se necesita mucho valor para no rendirnos ni en medio de la felicidad ni en medio de la desdicha. Para quien la felicidad se haya convertido en un ídolo, para éste Dios ha cesado de ser Dios. Al ofrecer incienso a este ídolo de la felicidad, - alimentando así su bienestar y felicidad para sí mismo al tiempo que es indiferente para con el bienestar y la felicidad de los otros-, no ofrece ningún sacrificio a Dios. Quien crea que los cuatros puntos cardinales del planeta se restringen al horizonte individual de su felicidad, está abrazando con sus manos no más que una vana ilusión. Cualquiera que crea celebrar su felicidad fuera del horizonte de Dios, y sin Dios, está sin saberlo experimentando el plúmbeo silencio antes de la catástrofe, y riendo con una risa que pronto se convertirá en hielo. Porque, cuanto la felicidad resida dentro de la casa, tanto la desdicha se encuentra frente a la puerta de la casa, esperando su turno. No hay hogar en el mundo en el cual la desdicha no pudiese entrar para mostrar su rostro al descubierto.

Estas siete razones mencionadas aquí, son capaces, cada una o en conjunto, provocar la tragedia de la fe. Cuando siete arbustos con espinas brotan alrededor de un lirio noble, y tejen sus ramas por encima de éste, de modo que le ocultan el sol y le envenenan el aire, entonces el lirio se pudre en la humedad y se ahoga en la oscuridad. El Dios del cielo ve como muchos hermosos lirios se pudren y se ahogan en la tierra. Y Dios desde lo Alto, ve cuántas almas se transforman en espinas y sin lirios a su alrededor. Efectivamente, Dios, hasta las espinas utiliza para el bien, pero ¡ay de aquél que es espina! Primero, ¡ay de aquél que es espina!; y luego, ¡ay de aquéllos que le rodean! La vida sin fe es la más oscura de todas las tragedias. Frente a esta tragedia, la tragedia del Calvario es luminosa. Aquel que viviendo con fe en su alma sufre y está próximo a ser destruido, incluso encima de la cruz de su martirio, se asemeja al marino en medio de la tormenta; el cual, a través de las dificultades y la oscuridad, continúa divisando la estrella del norte, por lo que no que pierde su orientación. Por contrario, aquel que no tiene fe y en la misma situación se encuentra, no ve un rayo de luz en la oscuridad, no ve nada a su alrededor, y ni siquiera se ve a sí mismo. Refriega sus ojos para ver, pero cuanto más refriega sus ojos, tanta más densa se vuelve la oscuridad, y más desgasta su garganta de tanto gritar. Sin embargo, ni siquiera el mismo se encuentra en lugar para escuchar su propia voz, del estruendoso ruido que impera alrededor suyo. La desesperación del incrédulo es el acontecimiento más horrible de todos los tiempos. Esta desesperación es escondida con cinismo, de modo que no resulta visible a simple vista. Si todos los no creyentes justos supieran de las confesiones de todos los infieles que han sacado de su alma en el lecho de la muerte, se apresurarían todos a desarraigar las cizañas y las espinas de su alma y dejar que el caído lirio que habita en su interior se levantase para crecer y crear regocijo en sus almas dándole color y aroma. Sin esta alegría de la fe, las almas incrédulas son incoloras e inodoras. Las piedras preciosas y cristalinas son más agraciadas a la vista que estas almas incrédulas. Y cada una de estas piedras es más digna de condolencia que cualquiera de estas almas. ¿Qué clase de grandes planes podría soñar un incrédulo? Todos sus planes son vanos: El incrédulo realmente debería cada noche confesarse a sí mismo cómo tales planes no son que una gran farsa. Delante de los otros seres humanos, quizás, debería llevar una máscara por esta gran farsa, pero frente a sí mismo no. Todos los grandes proyectos, ya sean personales, nacionales o globales, si no se fundan en la base pétrea y sagrada de la fe, se fundan sobre la cera. Que, en cuanto el sol la calienta, la cera se derrite y entonces la gran torre se desploma sobre la tierra.

Danos, oh Dios, fuerza en nuestra mente, de modo que lo que construimos en la fe, en Ti lo construimos. Puesto que la fe en Ti, nos da el valor para cada obra y nos brinda luz en el camino. Danos tu luz para emprender nuestro peregrinar en este mundo. Cualquier otra luz, salvo la que proviene de Ti, confunde nuestros pensamientos y congela nuestros corazones. Fuente de cálida y vivificadora Luz, no nos abandones a nosotros, los cansados ​​y sedientos viajeros. Tú, que resucita a los cuerpos y almas de los muertos, echa un vistazo a nuestro propio sarcófago. Qué se calcinen todas las mortíferas cizañas que habitan en nuestro interior y, qué en su lugar, resucite la vivificadora fe en Ti. De modo que nosotros también seamos dignos obreros en Tu gran taller, dignos invitados en Tu gran mesa en este mundo, dignos de Tu nombre, nuestro Creador, orgullosos de Tu paternidad, nuestro Padre. Amén.

12/28/2015

Η τραγωδία της πίστης: Επτά αιτίες λόγω των οποίων η πίστη εξαντλείται και πεθαίνει (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)


Η πρώτη αιτία είναι ότι συνηθίζουμε αυτό τον κόσμο και τη ζωή. Όσο μας φαίνεται καινούργιος και ασυνήθιστος αυτός ο κόσμος, η πίστη μας στον Θεό είναι δυνατή. Όμως τη  μέρα εκείνη που ο κόσμος θα μας φανεί τελείως παλιός και τελείως συνηθισμένος, η πίστη μέσα μας σβήνει. Όσο περισσότερα βιώνουμε, τόσο περισσότερο συνηθίζουμε αυτό τον κόσμο. Και όσο περισσότερο συνηθίζουμε, τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τη φοβερή και μεγαλειώδη εντύπωση που μας άφησε στην αρχή ο κόσμος. Όποιος μια φορά ανεβεί στις Άλπεις, παραμένει θαμπωμένος από το μοναδικό και απροσδόκητο θέαμα. Ενώ όποιος ζήσει δέκα χρόνια στις Άλπεις, το θέαμα απ’ αυτές όχι μόνο δεν τον θαμπώνει, αλλά του γίνεται βαρετό. Ο αστρονόμος που πρώτη φορά μαθαίνει για το μέγεθος και το πλήθος των άστρων, για την απόσταση μεταξύ τους και για την αλάνθαστη ροή τους, παραμένει μεθυσμένος από τη γοητεία. Όμως, όταν για μερικά χρόνια βλέπει πάντα το ίδιο θέαμα με τη βοήθεια των πιο εξελιγμένων μηχανών, θα του φανούν όλα συνηθισμένα, και από την πρωταρχική γοητεία που ένιωσε δεν θα παραμείνει ούτε σκιά. Πολύ καιρό βλέπουμε το θέατρο του κόσμου, και δε μπορεί η παράξενη και πλούσια παράσταση να μας παρέχει φρέσκο ενδιαφέρον έως το τέλος. Είναι πολύς ο καιρός που ζούμε, για να μην αρχίσουμε να χασμουριόμαστε από ανία. Ενώ από ανία χασμουριόντουσαν οι άνθρωποι και στην κορυφή των Άλπεων και στον κόλπο της Νεάπολης και κάτω από το έναστρο ουράνιο σκέπαστρο της Ινδίας. Όπου όμως κατοικήσει η πλήξη απ’ αυτό τον κόσμο, από εκεί η πίστη στον Θεό φεύγει. Και απ’ όπου η πίστη στον Θεό φεύγει, από εκεί φεύγει και η ψυχική ευθυμία και η ησυχία.
Οι συνηθισμένοι σ’ αυτό τον κόσμο μοιάζουν με αμαθείς στο βασιλικό τραπέζι. Με φόβο και δέος πλησιάζουν οι αμαθείς στο βασιλικό τραπέζι. Κανένας τους δεν αμφιβάλλει για την παρουσία του βασιλιά και για τη βασιλική αξιοπρέπεια του τραπεζιού. Κάθονται· ξεκινούν να τρώνε και να πίνουν όμως από το γλυκό φαγητό και πιοτό σκοτεινιάζουν, και χάνουν από τα μάτια τους και το βασιλιά και τη βασιλική αξιοπρέπεια του τραπεζιού. Αρχίζουν να αρπάζουν φαγητά και ποτά, να σπρώχνονται, να δέρνονται, να αναποδογυρίζουν, να φωνάζουν, να τσακώνονται για την ιδιοκτησία του τραπεζίου και την πρωτιά της θέσης και στο τέλος χασμουριούνται. Η φιλοξενία στο βασιλικό παλάτι τους γίνεται βαρετή. Και εκείνοι παραπονιούνται και απελπίζονται. Και κάνουν τη βασιλική τραπεζαρία υπνοδωμάτιο και το υπνοδωμάτιο στάβλο. Μέχρι που όλα να χάσουν στα μάτια τους το βασιλικό τους χαρακτήρα και η αμάθειά τους να αρχίσει να θριαμβεύει παντού, και στις σκέψεις και στα λόγια και στα έργα των φιλοξενούμενων. Και ο βασιλιάς-οικοδεσπότης στέκει και παρατηρεί και διατάζει το τραπέζι να το γεμίζουν ασταμάτητα. Η μεγάλη ψυχή αισθάνεται την παρουσία του βασιλιά και ντρέπεται για τη συμπεριφορά των αμαθών αδελφών της.
Η μεγάλη ψυχή αισθάνεται σ’ αυτό τον κόσμο πάντα όπως σε αγιότατο και φοβερότατο ναό. Όσο περισσότερο καιρό τέτοια ψυχή στέκει σ’ αυτό το ναό, τόσο ο ναός γι’ αυτήν δεν χάνει τίποτα, αλλά αυξάνεται στην εξαιρετικότητα και τη φοβερή μεγαλειότητά του.
Η δεύτερη αιτία για την αποδυνάμωση και τη νέκρωση της πίστης μέσα μας είναι η υπερφόρτωση του πνεύματος με πολλές μικρές γνώσεις, όπου ταυτόχρονα απουσιάζει η γνώση των γνώσεων. Η γνώση των γνώσεων είναι η γνώση περί Θεού. Οι υπόλοιπες πολλές και μικρές γνώσεις αναφέρονται στα έργα του Θεού, στον οίκο της φύσης και στα έπιπλά του. Η ποσότητα της γνώσης στην εποχή μας είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι σε κάθε άλλη. Στην εποχή μας τρέχουν για την ποσότητα της γνώσης. Την ποιότητα λίγοι την κοιτάζουν. Στο κεφάλι φτιάχνεται τεράστια αποθήκη γνώσεων της χημείας, της φυσικής, της αστρονομίας, της τεχνολογίας, της κοινωνιολογίας, της τεχνικής του χορού και του μαγειρέματος, του παιξίματος οργάνων και του φλερτ. Πολλά κεφάλια είναι ταυτόχρονα ολόκληρα χημικά εργαστήρια και ζωολογικά οικοδομήματα και μουσικά ρεπερτόρια. Πολλά μυαλά είναι πραγματικές εγκυκλοπαίδειες. Όμως, γι’ αυτό πάλι μέσα στα πολλά μυαλά δεν υπάρχει θέση για τον Θεό, για τη μεγάλη γνώση των γνώσεων.
Στις παλιές, απλές εποχές οι άνθρωποι δεν κατείχαν στο πνεύμα τους τόσες πολλές τεχνολογικές αλήθειες, σαν τους ανθρώπους της εποχής μας, αλλά η γνώση των γνώσεων πάντα ήταν ζωντανή και πάντα είχε φανερή θέση. Και στις νέες, σύνθετες εποχές, οι δυνατοί άνθρωποι δεν αφήνουν να τους υπερφορτώσουν πολλές μικρές γνώσεις και δεν αφήνουν τις μικρές γνώσεις να επισκιάσουν τη μεγάλη γνώση.
Σ’ αυτούς που κατανοούν, όλα τα γεγονότα είναι διαφανή, κι έτσι μέσα απ’ όλα τα γεγονότα βλέπουν το κύριο γεγονός στην οικουμένη. Οι οξύνοες μέσω του ενδύματος όλων των κτισμάτων βλέπουν την ουσία και την κύρια κίνηση των πραγμάτων. Ποτέ οι δυνατοί δεν υπήρξαν δυνατότεροι, ούτε οι κατανοούντες καλύτερα κατανοούντες, απ’ ότι στην εποχή μας. Αλλά γι’ αυτό ποτέ οι αδύνατοι δεν υπήρξαν αδυνατότεροι ούτε οι κοντόφθαλμοι ακόμα πιο κοντόφθαλμοι ούτε οι ρηχοί ρηχότεροι, παρά και πάλι στην εποχή μας. Στους δυνατούς, τους κατανοούντες και τους έξυπνους η πίστη στο Θεό συνέχεια υψώνεται πάνω απ’ όλες τις γνώσεις, όλα τα γεγονότα και όλες τις υποθέσεις, αιωρείται γύρω τους πάντα σαν φωτεινή ατμόσφαιρα γύρω από ένα ουράνιο σώμα. Απ’ αυτή την ατμόσφαιρα όλα τα γεγονότα λαμβάνουν ζωή και κίνηση. Χωρίς αυτή την ατμόσφαιρα όλα τα γεγονότα παγώνουν και σκεπάζονται με τη σκιά του θανάτου. Έχει το φεγγάρι ατμόσφαιρα; Δεν είναι τίποτε ακόμα σίγουρα γνωστό, όμως εάν δεν την έχει στα σίγουρα, τότε αυτό μοιάζει με γνώση χωρίς πίστη. Υπάρχουν πάνω του μέταλλα και ιχνοστοιχεία, και υψόμετρα και βαθύπεδα, όμως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν αναπνέει. Γι’ αυτό και το φεγγάρι τραβιέται πίσω από ζωντανούς πλανήτες, που αναπνέουν και ζουν, σαν μια λαμπερή νεκρική σαρκοφάγος. Τέτοια είναι και η γνώση δίχως πίστη. Και εκείνη είναι μια νεκρική σαρκοφάγος μέσα μας. Και όσο είναι η γνώση μας μεγαλύτερη αλλά δίχως πίστη, τόσο μεγαλύτερος νεκρός κείτεται στην ψυχή μας: ντυμένος, στολισμένος, ευρύς, πλην όμως νεκρός. Κάτω απ’ αυτόν το νεκρό κείτεται καταπιεσμένη και πνιγμένη η πίστη. Μετά από μάταιη μάχη για να σηκωθεί και να τυλίξει τη μεταλλική σαρκοφάγο της γνώσης με την ατμοσφαιρική της φρεσκάδα και ζωηράδα, μετά απ’ όλες τις μάταιες ηρωικές προσπάθειες εκείνη κείτεται στη σκιά του θανάτου. Η τραγωδία της είναι πλήρης. Όμως, μέσα στην τραγωδία της είναι και η δική μας τραγωδία, της ευτυχίας μας, της ηρεμίας μας και της αισιοδοξίας μας.
Η τρίτη αιτία που πάσχει και καταστρέφεται η πίστη μέσα μας, είναι τα ανθρώπινα έργα. Τα έργα μας κονταίνουν το βλέμμα μας και εμείς σταματάμε μόνο σ’ αυτά και δεν κοιτάμε πιο πέρα. Βλέπουμε την επιστήμη μας, το έργο του μυαλού μας, και κοιτάζοντάς το τα μάτια μας τόσο υγραίνουν, ώστε γίνονται ανίκανα να δουν έναν ευρύτερο και φωτεινότερο ορίζοντα. Κοιτάμε τις μεγάλες πόλεις, έργο των χεριών μας, και τα έργα του Θεού γίνονται αόρατα για μας. Η κουλτούρα μας κατέχει τα μάτια περισσότερο από τη φύση, αφού τη φύση στις πόλεις σχεδόν δεν τη βλέπουμε. Ο άνθρωπος ως δημιουργός των πολιτισμικών δημιουργημάτων μας φαίνεται ως ο μόνος δημιουργός μέσα στο σύμπαν. Από τα ψηλά σπίτια μας δεν βλέπουμε το συμπαντικό σπίτι του Θεού. Από τη σκόνη των ανθρώπινων μυρμηγκοφωλιών μας δεν βλέπουμε τον ουρανό. Εμείς συχνά μέσα στην αδικία μας εκτιμούμε περισσότερο το έργο απ’ ό,τι τον εργολάβο. Κοιτάζουμε με θαυμασμό ένα μεσαιωνικό καθεδρικό ναό, και ταυτόχρονα βλέπουμε με περιφρόνηση τους ανθρώπους. Σαν να είναι ο καθεδρικός ναός άξιος μεγαλύτερου θαυμασμού απ’ ό,τι οι δημιουργοί του, οι άνθρωποι.
Εξίσου συχνά κοιτάζουμε με θαυμασμό τη φύση, αλλά το δημιουργό της ούτε που τον θυμόμαστε. Σαν να είναι η ύλη αξιότερη από το δημιουργό της! Ή κοιτάμε τον άνθρωπο μέσα στο ρόλο του σ’ αυτό τον κόσμο και τον θαυμάζουμε περισσότερο απ’ ό,τι Εκείνον που τον έβαλε σ’ αυτό το ρόλο. Απ’ αυτήν την πλάνη προέρχεται η φοβερή τραγωδία της πίστης στις ψυχές μας.
Η πίστη είναι πάντα μια αυστηρή παρατήρηση του δημιουργού πίσω από το δημιούργημα και του εργολάβου πίσω από το έργο. Η πίστη κρατά πάντα την απόλυτη αξία για κάτι ακριβότερο απ’ όλα εκείνα που τα μάτια μπορούν να δουν, τα αυτιά να ακούσουν και τα ανθρώπινα χέρια να φτιάξουν. Γι’ αυτό το λόγο η πίστη στέκει σε αντιπαλότητα μ’ όλες τις δυνάμεις αυτού του κόσμου, που θέλουν να προσθέσουν στο σχετικό την αξία του απολύτου. Η μέγιστη και η φοβερότατη τραγωδία της ζωής γεννιέται εκεί όπου, νικημένη η πίστη, πεθαίνει.
Ως τέταρτη αιτία της τραγωδίας της πίστης σε πολλούς, εγώ τονίζω τις πλάνες των εκπροσώπων της πίστης. Ο καθένας εκτιμά το σπόρο κατά τον καρπό. Εάν ο καρπός είναι πικρός, ποιος μπορεί να αγαπήσει το σπόρο; Ο καλύτερος καρπός της πίστης πρέπει να είναι εκείνοι οι οποίοι βάλανε τον εαυτό τους εξολοκλήρου στην υπηρεσία της πίστης.
Η πίστη είναι σπόρος, ο άνθρωπος αγρός. Όταν σπείρετε ίδια σπορά σε διαφορετικούς αγρούς, διαφορετικούς καρπούς θα φέρει.
Η πίστη είναι σπόρος, ο ιερέας είναι άνθρωπος. Πώς ο ίδιος σπόρος στη διαφορετική γη θα δώσει ίδιους καρπούς; Πράγματι, ο καθένας περιμένει ο ιερέας μιας πίστης να είναι ο καλύτερος καρπός αυτής της πίστης, και κατά τον καρπό εκτιμά και τον σπόρο. Όμως, όλος ο κόσμος μπορεί να ξεγελαστεί σε μια τέτοια εκτίμηση. Αφού υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο ιερέας είναι ο χειρότερος καρπός εκείνης της πίστης την οποία υπηρετεί. Από τον ίδιο σπόρο φυτρώνει σ’ έναν αγρό το λουλούδι, ενώ στον άλλο ζιζάνιο. Πρέπει να εκτιμάται ο σπόρος κατά τον καλύτερο και όχι κατά το χειρότερο καρπό που μπορεί να δώσει. Όταν ο καλύτερος σπόρος πέσει στα αγκάθια, τα αγκάθια τον πνίγουν. Μόνο ο καλός σπόρος στην καλή γη αποδίδει, κατά τα λόγια του Σωτήρα, εκατονταπλάσιο καρπό και καλό καρπό. Η χριστιανική πίστη, σπαρμένη στον καλό αγρό, δίνει τους καλύτερους καρπούς τους οποίους μπορεί η πίστη να δώσει. Όμως, η χριστιανική πίστη σπάρθηκε και στα αγκάθια και στις πέτρες, στα ζιζάνια και στο δρόμο, όπου δεν φυτρώνει ή εάν φυτρώνει δεν μεγαλώνει ή εάν μεγαλώνει δεν φέρνει καρπό ή φέρνει πικρό καρπό. Έδωσε ανθρώπους μεγάλους κατά το χαρακτήρα, Τιτάνες στην αρετή και στο νου, όμως βρίσκεται και σαν μπόλιασμα που δεν έπιασε στα πολλά στυφά και αγκαθωτά δέντρα. Είναι το πεταμένο μαργαριτάρι μπροστά στους ανθρώπους και στα γουρούνια. Οι άνθρωποι μάζεψαν το μαργαριτάρι και το φύλαξαν μ’ όλη τη λάμψη του. Τα γουρούνια ανακάτεψαν το μαργαριτάρι με το καλαμπόκι, το καλαμπόκι το έφαγαν, ενώ το μαργαριτάρι το ποδοπάτησαν μέσα στη λάσπη και με τη μουσούδα το έριξαν μακριά τους σαν πράγμα που δεν τρώγεται. Είναι άφρονες εκείνοι που ποδοπατούν το μαργαριτάρι μέσα στη λάσπη, όμως είναι ακόμα πιο άφρονες εκείνοι που βλέπουν το μαργαριτάρι μπροστά στα γουρούνια, λερωμένο στη λάσπη, και νομίζουν ότι αυτό είναι άμμος και όχι μαργαριτάρι. Κάθε επάγγελμα έχει τους Ιούδες του. Κάθε δουλειά έχει αυτούς που την ντροπιάζουν.
Όμως, πολλοί δεν συλλογίζονται έτσι. Πολλοί βλέπουν έναν άθεο ιερέα και η πίστη μέσα τους νεκρώνεται. Πολλοί βλέπουν έναν κυνικό εξομολόγο και η πίστη μέσα τους αιωρείται σαν φλόγα του κεριού μπροστά στον άνεμο. Πολλοί ακούν για την άθεη συμπεριφορά υψηλών χριστιανικών εκπροσώπων και η αιωρούμενη φλόγα της πίστης στην ψυχή τους νεκρώνεται. Και όταν στη μάχη με τον κρύο άνεμο σβήσει αυτή η φλόγα, η τραγωδία της πίστης είναι πλήρης.
Την πέμπτη αιτία συνιστούν η ψευδοεπιστήμη και η ψευδοθεολογία. Η ψευδοεπιστήμη δημαγωγεί εναντίον της πίστης, και η ψευδοθεολογία δημαγωγεί εναντίον της επιστήμης. Η ψευδοεπιστήμη παίρνει τις χείριστες και πρωτογενείς μορφές της πίστης, αυτές τονίζει σαν πίστη γενικώς, αυτές κριτικάρει και αυτές αρνείται. Η ψευδοθεολογία πάλι έχει μάτια μόνο για καταχρήσεις των επιστημονικών εφευρέσεων και ανακαλύψεων, γενικεύει αυτές τις καταχρήσεις και αρνείται την επιστήμη. Τον τελευταίο αιώνα εξελίχθηκαν σημαντικά οι φυσικές και οι τεχνολογικές επιστήμες. Οι σοβαροί άνθρωποι αυτό το χρησιμοποίησαν για εμβάθυνση, ενώ οι γραφικοί για να κάνουν πιο ρηχή τη ζωή. Λόγω αυτού του πλουτισμού της επιστήμης οι σοβαροί έγιναν σοβαρότεροι, ενώ οι γραφικοί γραφικότεροι. Οι σοβαροί δεν βλέπουν την αλήθεια διπλή, μια στην επιστήμη, μια δεύτερη στην πίστη, αλλά αισθάνονται αρμονία μεταξύ του ενός και του άλλου. Οι γραφικοί απολαμβάνουν τις περιττές φιλονικίες, και τονίζοντας πάντα την αυθάδεια μπροστά στη λογική σκέψη, δημιουργούν αξία για τον εαυτό τους από το ότι με την επιστήμη αντιλέγουν στην πίστη ή, αντίθετα, με την πίστη αντιλέγουν στην επιστήμη.
Η υγιής πίστη δεν αντιλέγει ποτέ προς την πραγματική επιστήμη ούτε η πραγματική επιστήμη αρνείται την υγιή πίστη. Μόνο οι αρρωστημένες μορφές και του ενός και του άλλου είναι υπερβολικές και ακραίες. Η πίστη μου στον Θεό δεν με εμποδίζει στο να αναγνωρίσω και να υιοθετήσω όλη την πραγματική επιστήμη από το άλφα έως το ωμέγα. Η επιστήμη μου όμως λαμβάνει σε διαύγεια και πληρότητα και ορμή, εάν τη φωτίσω και τη ζεστάνω με υγιή πίστη. Να ξέρετε ότι όταν ένας επιστήμονας ξεσηκώνεται εναντίον της πίστης εν ονόματι της επιστήμης, αυτός ξεσηκώνεται εναντίον της χείριστης μορφής της πίστης εν ονόματι της κάλλιστης επιστήμης. Και όταν ένας θεολόγος ξεσηκώνεται εναντίον της επιστήμης εν ονόματι της πίστης, αυτός ξεσηκώνεται ενάντια στη μέγιστη κατάχρηση και μέγιστη επιζήμια μορφή της επιστήμης εν ονόματι της κάλλιστης πίστης. Η καλύτερη επιστήμη όμως στέκει στην τέλεια αρμονία με την καλύτερη πίστη. Ενώ οι κάλλιστοι ποτέ δεν φιλονικούν, οι κάλλιστοι καταλαβαίνονται και αγαπιούνται. Οι μικροί φιλονικούν και τρώγονται, και ηδονίζονται με τη φιλονικία και τις τριβές. Όμως, η φιλονικία και οι τριβές της ψεοδοπίστης και της ψευδοεπιστήμης ταλαντεύουν πολλές άπλες ψυχές στην πίστη. Και όταν ταλαντευτεί, η πίστη τους αγωνίζεται για επιβίωση. Και συχνά ο αγώνας τελειώνει με ήττα της πίστης. Η ήττα της πίστης σημειώνει το θρίαμβο του σκότους και της κακίας μέσα στους ανθρώπους.
Η έκτη αιτία λόγω της οποίας η πίστη μέσα στους ανθρώπους υπομένει ήττα, είναι η κοινωνική αδικία. Ένας άνθρωπος κοιτάζει τον ουράνιο θόλο στολισμένο με πύρινα φώτα και η πίστη του λάμπει και τον ζεσταίνει σαν φλόγα. Όταν όμως κοιτάζει και την αδικία, που κάνει ένας άνθρωπος στον άλλον, η πίστη του μουδιάζει σαν φλόγα κάτω από τη νεροποντή. Κάποια κόμματα των εργατών στον κόσμο, διαμαρτυρόμενα εναντίον της άδικης μοιρασιάς του πλούτου στη γη, βρίσκουν αναγκαίο να διαμαρτύρονται και εναντίον της πίστης. Τούτη η διαμαρτυρία των εργατών ενάντια στην πίστη μέχρι ενός σημείου είναι και δικαιολογημένη. Είναι δικαιολογημένη τόσο όσο αναφέρεται σε διαστρεβλωμένες μορφές της πίστης, που έβαλαν τον εαυτό τους στην ταπεινή υπηρεσία του καπιταλισμού και oι οποίες στηρίζουν μια οφθαλμοφανή οικονομική αδικία, κάτω από την οποία αναστενάζουν και πεθαίνουν χιλιάδες και εκατομμύρια ανθρώπων. Όμως, αυτή η διαμαρτυρία όχι μόνο είναι αδικαιολόγητη αλλά και ανόητη όταν αναφέρεται στην πίστη γενικώς. Είναι αδικαιολόγητη, επειδή είναι άδικη, και ανόητη, επειδή μ’ αυτήν από τον καλύτερο φίλο δημιουργείται εχθρός. Ο καλύτερος φίλος των φτωχών και των καταπιεσμένων σ’ αυτό τον κόσμο είναι η πίστη. Εάν οι φτωχοί και οι καταπιεσμένοι σ’ αυτό τον κόσμο θέλουν να κάνουν έναν επιτυχημένο αγώνα εναντίον των καταπιεστών τους, πρέπει να τον κάνουν στο όνομα του Θεού και της δικαιοσύνης του Θεού. Ένα πράγμα είναι μεγάλο και μεγαλειώδες, όταν ο Θεός είναι η βάση του. Να επικαλούνται την αδελφοσύνη και την ανθρωπιά, χωρίς να πιστεύουν στο Θεό, μπορούν μόνο εκείνοι, που είναι πλανημένοι ή εκείνοι στους οποίους δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ του μυαλού και της γλώσσας. Να μην πιστεύεις στη δικαιοσύνη του σύμπαντος και να ζητάς τη γήινη δικαιοσύνη είναι το ίδιο με το να μην πιστεύεις, ότι ο ήλιος μπορεί να φωτίσει τη γη και να ζητάς να τη φωτίσει μια απλή πέτρα.
Η κοινωνική αδικία μας στενοχωρεί όλους και μας πονά και μας ρίχνει σε σκοτεινές σκέψεις και κατατρώγει την αισιοδοξία μας και θολώνει το βλέμμα μας προς τον ουρανό. Και μόνο η σκέψη της κοινωνικής αδικίας, κάτω από την οποία μια ανθρώπινη ζωή υποφέρει, μπορεί να έχει την ενέργεια του ανέμου της ερήμου, που όλα μπροστά του τα μαραζώνει. Μπροστά από τούτο τον άνεμο της ερήμου μαραζώνεται και η πίστη μας. Όπως το πράσινο χόρτο που κάτω από το δρεπάνι την ώρα του θερισμού ξεραίνεται και μαυρίζει, έτσι και η πίστη μας μπροστά από το γεγονός της κοινωνικής αδικίας απλώνεται στο νεκροκρέβατο και πεθαίνει.
Γιατί εκείνος που δουλεύει να πεθάνει από την πείνα; Γιατί η ζωή πολλών να είναι ένα παρατεταμένο μαρτύριο, ενώ η ζωή μερικών μια παρατεταμένη γιορτή; Γιατί να υποφέρει ο δίκαιος; Γιατί ο σοφός να είναι παραγκωνισμένος και ταπεινωμένος μπροστά στον ανόητο; Γιατί αυτός που κάνει το αγαθό να βιώνει αχαριστία; Γιατί ο ταπεινός να ζει πάντα στη σκιά του υπερήφανου; Γιατί η ασωτία να έχει τόσο μεγάλες και λαμπερές κατοικίες, ενώ η αρετή να δυσκολεύεται πάντα μέσα στα εργαστήρια των μαραγκών της Ναζαρέτ και στα στενά κελιά; Γιατί τον ήρωα να τον σπρώχνουν με τους αγκώνες τους οι φοβητσιάρηδες πίσω, αφού η θέση του είναι μπροστά; Γιατί όλα αυτά, εάν υπάρχει ο δίκαιος Θεός;
Κάτω από το βάρος τούτων των ερωτήσεων το ψυχικό θάρρος πολλών ξεπέφτει, και όπου δεν υπάρχει θάρρος, δεν υπάρχει ούτε η πίστη. Όταν ξεπέφτει το θάρρος, ξεπέφτει και η πίστη, όταν το θάρρος πεθάνει, πεθαίνει και η πίστη. Το θάρρος και η πίστη πάντα θάβονται στον ίδιο τάφο.
Η έβδομη αιτία της νέκρωσης της πίστης μέσα μας είναι η ευτυχία. Μόνο μεγάλες και δυνατές ψυχές στέκουν και στην ευτυχία με πρόσωπο στραμμένο προς το Θεό. Στις αδαείς ψυχές η ευτυχία είναι η ύψιστη θεότητα την οποία εκείνες προσκυνούν. Μόνο οι αδαείς ψυχές στην ευτυχία είναι άθεες. Αλλά στη δυστυχία κανείς δεν είναι πιο ευσεβής απ’ αυτές. Όμως, και κάποια καλύτερη ψυχή ξεχνιέται στην ευτυχία. Κάποιοι καλοί άνθρωποι τόσο αλλάζουν στην ευτυχία, ώστε οι φίλοι τους δεν μπορούν να τους αναγνωρίσουν. Ένας χαρούμενος άνθρωπος κερδίζει στο λαχείο πολλά χρήματα και γίνεται ξαφνικά θλιμμένος και εκκεντρικός. Μια φτωχή κοπέλα παντρεύεται έναν αριστοκράτη και γίνεται υπερήφανη και περιφρονεί τις παλιές φίλες της. Ένας αγαπητός φίλος παίρνει θέση στην εξουσία και τρελαίνεται. Έναν καλλιτέχνη η δόξα τον κάνει τσαρλατάνο. Εκείνο που με τη θνητή γλώσσα ονομάζεται ευτυχία, συχνά γίνεται η μεγαλύτερη δυστυχία των ανθρώπων. Η γήινη ευτυχία σε πολλούς παίρνει τα μυαλά και σκληραίνει την καρδιά. Άραγε μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία απ’ αυτή την «ευτυχία»; Πρέπει να έχουμε θάρρος στην ευτυχία, όπως και στη δυστυχία. Χρειάζεται θάρρος για να μην παραδοθείς ούτε στην ευτυχία ούτε στη δυστυχία. Σ’ όποιον η ευτυχία γίνει είδωλο, γι αυτόν ο Θεός σταματά να είναι Θεός. Όποιος λιβανίζει την ευτυχία τη δική του -αδιαφορώντας για την ευτυχία των άλλων- με θυμίαμα και λιβάνι, αυτός δεν προσφέρει θυσία στο Θεό. Όποιος νομίζει ότι τα άκρα του κόσμου βρίσκονται στον ορίζοντα της ευτυχίας του, τούτος αγκαλιάζει με τα χέρια του μία ψευδαίσθηση από καπνό. Όποιος μπορεί να γιορτάζει την ευτυχία του εκτός Θεού και χωρίς Θεό, αυτός βιώνει τη σιωπή πριν από την καταστροφή και γελά με γέλιο που θα παγώσει. Διότι όσο η ευτυχία κατοικεί σ’ ένα σπίτι, τόσο η δυστυχία στέκει μπροστά στην πόρτα και περιμένει τη σειρά της. Δεν υπάρχει σπίτι στον κόσμο στο οποίο η δυστυχία δεν θα εισχωρήσει και δεν θα δείξει το αποκαλυμμένο της πρόσωπο.
Αυτές οι επτά αιτίες είναι ικανές, μόνες ή μαζί, να προκαλέσουν την τραγωδία της πίστης. Όταν επτά θάμνοι από αγκάθια φυτρώσουν γύρω από ένα ευγενικό κρίνο και πλέξουν τα κλαριά τους πάνω απ’ αυτό, έτσι ώστε να του κρύψουν τον ήλιο και να του δηλητηριάσουν τον αέρα, τότε ο ευγενικός κρίνος σαπίζει στην υγρασία και πνίγεται στο σκοτάδι. Και ο Θεός από τον ουρανό βλέπει πως πολλοί όμορφοι κρίνοι σαπίζουν και πνίγονται στη γη. Και ο Θεός από ψηλά βλέπει, πως πολλές ψυχές μετατρέπονται σε αγκάθια χωρίς κρίνους. Ο Θεός, πράγματι, και τα αγκάθια χρησιμοποιεί για καλό, όμως αλίμονο σ’ εκείνον που είναι από αγκάθια. Αλίμονο, πρώτα σ’ αυτόν, και αλίμονο, τότε σ’ εκείνους γύρω του. Η ζωή δίχως πίστη είναι η πιο σκοτεινή απ’ όλες τις τραγωδίες. Μπροστά σ’ αυτή την τραγωδία η τραγωδία του Γολγοθά είναι φωτεινή. Εκείνος που με ζωντανή πίστη στην ψυχή υποφέρει και καταστρέφεται, ακόμα και πάνω στο σταυρό του μαρτυρίου του, μοιάζει με ναυτικό στη φουρτουνιασμένη θάλασσα , που μέσα από τα πάθη και το σκοτάδι βλέπει βορινό αστέρι, οπότε δεν χάνει τον προσανατολισμό του. Εκείνος που δίχως πίστη υποφέρει και καταστρέφεται μοιάζει με ναυτικό σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, που δεν βλέπει ούτε μια ακτίνα φωτός στο σκοτάδι, ούτε στον εαυτό του, ούτε γύρω του· καταπονεί τα μάτια του για να δει, όμως, όσο περισσότερο τα καταπονεί, τόσο του φαίνεται το σκοτάδι όλο και πιο πυκνό και μαύρο· κουράζει το λαιμό του για να φωνάξει. Όμως ούτε ο ίδιος δεν είναι σε θέση να ακούσει τη φωνή του από το φοβερό θόρυβο γύρω του. Η απελπισία του άπιστου είναι το πιο φρικτό γεγονός σ’ όλους τους καιρούς. Αυτή η απελπισία κρύβεται με κυνισμό, ώστε δεν είναι ορατή για κάθε μάτι. Εάν όλοι οι υγιείς άπιστοι ήξεραν τις ομολογίες όλων των απίστων που ξεψυχούν, στο νεκροκρέβατο θα είχαν βιαστεί όλοι να ξεριζώσουν τα ζιζάνια και τα αγκάθια από την ψυχή τους και να αφήσουν τον πεσμένο κρίνο να σηκωθεί και να αναπτυχθεί και να δημιουργήσει χαρά στην ψυχή τους και να της δώσει χρώμα και ευωδία. Χωρίς τη χαρά, οι άπιστες ψυχές είναι και άχρωμες και δίχως ευωδιά. Οι κρυσταλλωμένες πέτρες είναι πιο αγαπητές στο βλέμμα από τις ψυχές αυτές. Και κάθε πέτρα είναι πιο άξια συλλυπητηρίων από τέτοιες ψυχές. Τι είδους μεγάλα σχέδια ονειρεύεται ο άπιστος; Είναι ψεύτικα τα σχέδια του· αυτός πρέπει καμιά φορά μες στη νύχτα να ομολογήσει στον εαυτό του ότι τα σχέδια του είναι ψέμα. Μπροστά στους άλλους ανθρώπους ίσως και να βάζει μάσκα γι’ αυτό το ψέμα, όμως μπροστά στον ίδιο τον εαυτό του όχι. Όλα τα μεγάλα σχέδια, είτε προσωπικά ή εθνικά ή πανανθρώπινα, εάν δεν βασίζονται στο γρανιτένιο θεμέλιο της πίστης, βασίζονται σε θεμέλιο από κερί. Ζεσταίνει ο ήλιος, το κερί λιώνει και ο μεγάλος πύργος καταρρέει στη γη.
Δώσε μας, Θεέ, λογικό, ώστε ό,τι χτίζουμε πάνω στη πίστη, σε Σένα να το χτίζουμε. Αφού η πίστη σε Σένα, είναι θάρρος για χτίσιμο και φως στο ταξίδι. Δώσε μας το φως Σου στο ταξίδι μας σ’ αυτό τον κόσμο. Κάθε άλλο φως εκτός από Σένα μπερδεύει τις σκέψεις μας και παγώνει τις καρδιές μας. Πηγή ζεστού και ζωοδόχου φωτός, μην εγκαταλείψεις εμάς, τους κουρασμένους και διψασμένους ταξιδιώτες. Εσύ που ανασταίνεις τα νεκρά σώματα και τις νεκρές ψυχές, ρίξε ένα βλέμμα και στο δικό μας νεκροταφείο. Ας καούν από το βλέμμα Σου όλα τα θανατηφόρα και σκοταδοφόρα ζιζάνια μέσα μας και ας αναστηθεί η ζωοφόρος πίστη σε Σένα. Ώστε να είμαστε και μείς άξιοι εργάτες στο μεγάλο εργαστήριο Σου, άξιοι καλεσμένοι στο μεγάλο τραπέζι Σου σ’ αυτόν τον κόσμο, άξιοι του ονόματός Σου, Δημιουργέ μας, υπερήφανοι για την πατρότητά Σου, Πατέρα μας. Αμήν.

(Απόσπασμα από το βιβλίο, Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Αργά βαδίζει ο Χριστός», Εκδόσεις «Εν Πλω»)

  Η ΕΛΑΦΡΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑΣ   Μετά από μερικούς αιώνες προοδευτικής εκκοσμίκευσης, ταχύτατης προσαρμογής των περισσό...